3,251,386
edits
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βουλυτός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) <i>βουλυτόνδε</i><br />[[κατά]] το [[δειλινό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>βουλῡτός</i> (ενν. [[καιρός]]) (<b>Αριστοφ.</b>, μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> <i>λύω</i>, μέσω ενός επιθήματος -<i>το</i>- <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμαξ</i>-<i>ι</i>-<i>τός</i>, <i>ακμό</i>-<i>θε</i>-<i>τον</i> κ.λπ. (για τη [[μακρότητα]] του -<i>ῡ</i>- αντι -<i>ῦ</i>- του <i>βουλῡτός</i> <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>sol</i><i>ū</i><i>tus</i>). To επίρρ. <i>βουλυτόνδε</i> αποτελεί ομηρική λ.]. | |mltxt=[[βουλυτός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) <i>βουλυτόνδε</i><br />[[κατά]] το [[δειλινό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>βουλῡτός</i> (ενν. [[καιρός]]) (<b>Αριστοφ.</b>, μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> <i>λύω</i>, μέσω ενός επιθήματος -<i>το</i>- <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμαξ</i>-<i>ι</i>-<i>τός</i>, <i>ακμό</i>-<i>θε</i>-<i>τον</i> κ.λπ. (για τη [[μακρότητα]] του -<i>ῡ</i>- αντι -<i>ῦ</i>- του <i>βουλῡτός</i> <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>sol</i><i>ū</i><i>tus</i>). To επίρρ. <i>βουλυτόνδε</i> αποτελεί ομηρική λ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βουλῡτός:''' ὁ ([[λύω]]), [[καιρός]] της απόζευξης των βοδιών της αποδέσμευσής τους από τον [[ζυγό]], το [[απόγευμα]], σε Αριστοφ.· στον Όμηρ. μόνο ως επίρρ. βουλῡτόνδε, προς το [[απόγευμα]], κατά το [[δειλινό]], κατά το [[σούρουπο]]. | |||
}} | }} |