Anonymous

βουπόρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουπόρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[βουπόρος]] [[ὀβελός]]» — [[σούβλα]] αρκετά [[μεγάλη]] για να διατρυπήσει [[ολόκληρο]] [[βόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[πείρω]] «[[διαπερνώ]], [[διατρυπώ]]»)].
|mltxt=[[βουπόρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[βουπόρος]] [[ὀβελός]]» — [[σούβλα]] αρκετά [[μεγάλη]] για να διατρυπήσει [[ολόκληρο]] [[βόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[πείρω]] «[[διαπερνώ]], [[διατρυπώ]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουπόρος:''' -ον ([[πείρω]]), αυτός που διαπερνά, που διατρυπά τα βόδια· [[βουπόρος]] [[ὀβελός]], [[σούβλα]] αρκετά [[μεγάλη]] ώστε να χωρά διατρυπώντας [[ολόκληρο]] το [[βόδι]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}