Anonymous

δεινόπους: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεινόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει τρομερά στην [[ταχύτητα]] πόδια, ο πολύ γρήγορος, («[[δεινόπους]] Ἀρά»).
|mltxt=[[δεινόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει τρομερά στην [[ταχύτητα]] πόδια, ο πολύ γρήγορος, («[[δεινόπους]] Ἀρά»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεινόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, [[ικανός]] στα πόδια· <i>Ἀρὰ δ</i>. (σαν να ήταν κυνηγετικό [[σκυλί]] που καταδιώκει τα χνάρια του θηράματός του), σε Σοφ.
}}
}}