Anonymous

ἀρατός: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρατός]], -ή, -όν (Α) [[αρά]]<br /><b>1.</b> [[καταραμένος]], [[επάρατος]]<br /><b>2.</b> αυτός για [[χάρη]] του οποίου εύχεται [[κάποιος]], [[επιθυμητός]].
|mltxt=[[ἀρατός]], -ή, -όν (Α) [[αρά]]<br /><b>1.</b> [[καταραμένος]], [[επάρατος]]<br /><b>2.</b> αυτός για [[χάρη]] του οποίου εύχεται [[κάποιος]], [[επιθυμητός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρᾱτός:''' Ιων. [[ἀρητός]], -ή, -όν ([[ἀράομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[καταραμένος]], επικαράτατος, [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός για τον οποίο ευχήθηκε ή προσευχήθηκε [[κάποιος]]· εξού, [[Ἄρητος]], <i>Ἀρήτη</i> (με διαφοροποιημένο τονισμό) ως κύριο όνομα, αυτός για τον οποίον απευθύνθηκαν παρακλήσεις, όπως το Εβραϊκό κύριο όνομα Σαμουήλ, σε Όμηρ. <i>[ᾱρ-</i>, σε Επικ. <i>ᾰρ-</i>, σε Αττ.].
}}
}}