Anonymous

Βόσπορος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[Βόσπορος]])<br />το [[πέρασμα]] της βοός, της αγελάδας, ο [[πορθμός]] που ενώνει τον Εύξεινο Πόντο με την [[Προποντίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων πορθμών («Θρακικός [[Βόσπορος]]», «Κιμμέριος [[Βόσπορος]]»)<br /><b>2.</b> ο [[Ελλήσποντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[Βόσπορος]] προήλθε με [[υφαίρεση]] από το <i>Βοόσ</i>-<i>πορος</i>, που ερμηνεύθηκε πιθ. παρετυμολογικά από τους αρχαίους ως «[[πέρασμα]] της βοός». Ίσως συνδέθηκε η [[ονομασία]] με τον μύθο της Ιούς, που πέρασε τον πορθμό μεταμορφωμένη σε [[βόδι]]. Τέλος, ο τ. [[Βόσπορος]] εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με το [[τοπωνύμιο]] <i>Βούπορθμος</i> ([[ακρωτήριο]] της Β. Αργολίδας στην [[περιοχή]] της Ερμιονίδας)].
|mltxt=ο (AM [[Βόσπορος]])<br />το [[πέρασμα]] της βοός, της αγελάδας, ο [[πορθμός]] που ενώνει τον Εύξεινο Πόντο με την [[Προποντίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων πορθμών («Θρακικός [[Βόσπορος]]», «Κιμμέριος [[Βόσπορος]]»)<br /><b>2.</b> ο [[Ελλήσποντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[Βόσπορος]] προήλθε με [[υφαίρεση]] από το <i>Βοόσ</i>-<i>πορος</i>, που ερμηνεύθηκε πιθ. παρετυμολογικά από τους αρχαίους ως «[[πέρασμα]] της βοός». Ίσως συνδέθηκε η [[ονομασία]] με τον μύθο της Ιούς, που πέρασε τον πορθμό μεταμορφωμένη σε [[βόδι]]. Τέλος, ο τ. [[Βόσπορος]] εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με το [[τοπωνύμιο]] <i>Βούπορθμος</i> ([[ακρωτήριο]] της Β. Αργολίδας στην [[περιοχή]] της Ερμιονίδας)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Βόσπορος:''' ὁ, [[σημείο]] διάβασης των βοδιών, [[ονομασία]] αρκετών στενών, πορθμών, από τους οποίους πιο γνωστοί είναι ο Θρακικός και ο [[Κιμμέριος]], σε Ηρόδ.· επίσης, έτσι ονομάζεται και το στενό του Ελλησπόντου, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}