Anonymous

ἀπρόσοιστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπρόσοιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ανυπόφορος]]<br /><b>2.</b> [[ακοινώνητος]].
|mltxt=[[ἀπρόσοιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ανυπόφορος]]<br /><b>2.</b> [[ακοινώνητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόσοιστος:''' -ον ([[προσοίσω]], μέλ. του [[προσφέρω]]), [[ακαταμάχητος]], αυτός στον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να εναντιωθεί, να προβάλει [[αντίσταση]], σε Αισχύλ.
}}
}}