Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀφρώδης: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ους), -ες (AM [[ἀφρώδης]], -ες)<br />αυτός που έχει αφρούς, που [[είναι]] [[γεμάτος]] από αφρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[αφρώδης]] [[οίνος]]» ή «[[καμπανίτης]] [[οίνος]]» — [[φυσικά]] [[αεριούχος]] [[οίνος]], δηλ. εμπλουτισμένος με [[διοξείδιο]] του άνθρακα, το οποίο παράγεται [[κατά]] το [[τέλος]] της αλκοολικής ζύμωσης.
|mltxt=(-ους), -ες (AM [[ἀφρώδης]], -ες)<br />αυτός που έχει αφρούς, που [[είναι]] [[γεμάτος]] από αφρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[αφρώδης]] [[οίνος]]» ή «[[καμπανίτης]] [[οίνος]]» — [[φυσικά]] [[αεριούχος]] [[οίνος]], δηλ. εμπλουτισμένος με [[διοξείδιο]] του άνθρακα, το οποίο παράγεται [[κατά]] το [[τέλος]] της αλκοολικής ζύμωσης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[αφρώδης]], αφρισμένος, σε Πλάτ.
}}
}}