Anonymous

ἀσυγκέραστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυγκέραστος]], -ον) [[συγκεράννυμι]]<br />αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με [[κάτι]] [[άλλο]], ο [[άκρατος]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακοινώνητος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυγκέραστος]], -ον) [[συγκεράννυμι]]<br />αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με [[κάτι]] [[άλλο]], ο [[άκρατος]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακοινώνητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυγκέραστος:''' -ον ([[συγκεράννυμι]]), μη αναμειγμένος, [[αμιγής]], σε Ανθ.
}}
}}