Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀστεΐζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀστεΐζομαι]]) [[αστείος]]<br />[[γράφω]], [[μιλώ]] ή [[συμπεριφέρομαι]] έξυπνα, πειστικά ή αστεία, [[ευφυολογώ]], [[χωρατεύω]].
|mltxt=(AM [[ἀστεΐζομαι]]) [[αστείος]]<br />[[γράφω]], [[μιλώ]] ή [[συμπεριφέρομαι]] έξυπνα, πειστικά ή αστεία, [[ευφυολογώ]], [[χωρατεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀστεΐζομαι:''' αποθ., [[μιλώ]] ευφυώς, [[αστειεύομαι]], σε Πλούτ.
}}
}}