Anonymous

ἀφώνητος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀφώνητος]], -ον (Α) [[φωνώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[φωνή]], [[άφωνος]], [[άλαλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σωπαίνει<br /><b>3.</b> [[ανείπωτος]], [[ανέκφραστος]], [[απερίγραπτος]].
|mltxt=[[ἀφώνητος]], -ον (Α) [[φωνώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[φωνή]], [[άφωνος]], [[άλαλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σωπαίνει<br /><b>3.</b> [[ανείπωτος]], [[ανέκφραστος]], [[απερίγραπτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφώνητος:''' -ον ([[φωνέω]])· [[άφωνος]], [[άναυδος]], σε Σοφ.
}}
}}