Anonymous

ἀπαίρω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀπαίρω]], Α κ. [[ἀπαείρω]])<br />[[σηκώνω]] την [[άγκυρα]], [[αποπλέω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[αφαιρώ]]<br /><b>2.</b> [[απομακρύνω]], [[αποσύρω]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>3.</b> [[μετακινώ]] στόλο ή στρατό.
|mltxt=(AM [[ἀπαίρω]], Α κ. [[ἀπαείρω]])<br />[[σηκώνω]] την [[άγκυρα]], [[αποπλέω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[αφαιρώ]]<br /><b>2.</b> [[απομακρύνω]], [[αποσύρω]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>3.</b> [[μετακινώ]] στόλο ή στρατό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαίρω:''' Ιων. παρατ. [[ἀπαίρεσκον]]· μέλ. <i>ἀπᾰρῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἀπῆρα</i>, παρακ. [[ἀπῆρκα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]], [[παίρνω]], [[απομακρύνω]] από, <i>τί τινος</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδηγώ]] στρατιωτική [[δύναμη]] του ναυτικού ή του στρατού ξηράς, στον ίδ.· αμτβ. (ενν. [[ναῦς]], <i>στρατόν</i> κ.λπ.), [[αποπλέω]] ή [[απέρχομαι]], [[αναχωρώ]], στον ίδ., Αττ.· με γεν., <i>ἀπαίρειν χθονός</i>, [[αναχωρώ]] από τη [[χώρα]], σε Ευρ.· με σύστ. αντ., [[ἀπαίρω]] πρεσβείαν, [[ξεκινώ]] για να συμμετάσχω σε [[πρεσβεία]] ή ειδική [[αποστολή]], σε Δημ.
}}
}}