Anonymous

βαρύθυμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[βαρύθυμος]], -ον)<br />αυτός που δεν αλλάζει εύκολα [[διάθεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκυθρωπός]], [[περίλυπος]]<br /><b>2.</b> οργισμένος.
|mltxt=-η, -ο (AM [[βαρύθυμος]], -ον)<br />αυτός που δεν αλλάζει εύκολα [[διάθεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκυθρωπός]], [[περίλυπος]]<br /><b>2.</b> οργισμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύθῡμος:''' -ον, [[κατηφής]], [[σκυθρωπός]], [[άκεφος]], αγανακτισμένος, σε Ευρ.
}}
}}