Anonymous

γεφυρίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γεφυρίζω]] (Α) [[γέφυρα]]<br />(γενικά) [[κοροϊδεύω]], [[χλευάζω]] με [[ελευθεροστομία]] (από τη [[συνήθεια]] αυτών που περίμεναν στη [[γέφυρα]] του Κηφισσού, στην Ιερά Οδό [[μεταξύ]] Αθηνών, Ελευσίνας, για να πειράξουν τους μύστες τών Ελευσινίων Μυστηρίων [[κατά]] την [[επιστροφή]] τους στην Αθήνα).
|mltxt=[[γεφυρίζω]] (Α) [[γέφυρα]]<br />(γενικά) [[κοροϊδεύω]], [[χλευάζω]] με [[ελευθεροστομία]] (από τη [[συνήθεια]] αυτών που περίμεναν στη [[γέφυρα]] του Κηφισσού, στην Ιερά Οδό [[μεταξύ]] Αθηνών, Ελευσίνας, για να πειράξουν τους μύστες τών Ελευσινίων Μυστηρίων [[κατά]] την [[επιστροφή]] τους στην Αθήνα).
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεφῡρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξυβρίζω]] από τη [[γέφυρα]]· υπήρχε μια [[γέφυρα]] [[μεταξύ]] Αθήνας και Ελευσίνας και, [[καθώς]] οι άνθρωποι τη διέβαιναν, είχαν τη [[συνήθεια]] να εξυβρίζουν και να λοιδορούν όποιον ήθελαν· από όπου, [[χλευάζω]] ελεύθερα και ανεμπόδιστα, σε Πλούτ.
}}
}}