3,277,700
edits
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄστρωτος]], -ον) [[στρωτός]]<br />(για υποζύγια) [[ξέστρωτος]], [[ξεσαμάρωτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («[[χαλί]] άστρωτο»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει σχηματίσει [[στρώμα]] [[πάνω]] στη γη («άστρωτο [[χιόνι]]»)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει γίνει [[λείος]] [[κατά]] την [[επίστρωση]] («[[άστρωτος]] [[τοίχος]]», «άστρωτη [[μπογιά]]»)<br /><b>4.</b> ο [[ασυγύριστος]] («άστρωτο [[κρεβάτι]]»)<br /><b>5.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ετοιμαστεί με [[τοποθέτηση]] των αναγκαίων σκευών («άστρωτο [[τραπέζι]]»)<br /><b>6.</b> όποιος δεν έχει στρωθεί με ξύλινο, λίθινο κ.λπ. [[δάπεδο]] («άστρωτο [[πάτωμα]]», «[[άστρωτος]] [[δρόμος]]»)<br /><b>7.</b> [[άτακτος]], [[ζωηρός]] («άστρωτο [[παιδί]]»)<br /><b>8.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει στρώσει, που δεν έχει τακτοποιηθεί σε μια δουλειά («[[άστρωτος]] [[εργάτης]]»)<br /><b>9.</b> αυτός που δεν λειτουργεί [[ακόμη]] κανονικά («άστρωτη δουλειά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[κρεβάτι]]<br /><b>2.</b> ο [[ξεσκέπαστος]]<br /><b>3.</b> (για [[έδαφος]]) που δεν έχει στρωσίδια. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄστρωτος]], -ον) [[στρωτός]]<br />(για υποζύγια) [[ξέστρωτος]], [[ξεσαμάρωτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («[[χαλί]] άστρωτο»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει σχηματίσει [[στρώμα]] [[πάνω]] στη γη («άστρωτο [[χιόνι]]»)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει γίνει [[λείος]] [[κατά]] την [[επίστρωση]] («[[άστρωτος]] [[τοίχος]]», «άστρωτη [[μπογιά]]»)<br /><b>4.</b> ο [[ασυγύριστος]] («άστρωτο [[κρεβάτι]]»)<br /><b>5.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ετοιμαστεί με [[τοποθέτηση]] των αναγκαίων σκευών («άστρωτο [[τραπέζι]]»)<br /><b>6.</b> όποιος δεν έχει στρωθεί με ξύλινο, λίθινο κ.λπ. [[δάπεδο]] («άστρωτο [[πάτωμα]]», «[[άστρωτος]] [[δρόμος]]»)<br /><b>7.</b> [[άτακτος]], [[ζωηρός]] («άστρωτο [[παιδί]]»)<br /><b>8.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει στρώσει, που δεν έχει τακτοποιηθεί σε μια δουλειά («[[άστρωτος]] [[εργάτης]]»)<br /><b>9.</b> αυτός που δεν λειτουργεί [[ακόμη]] κανονικά («άστρωτη δουλειά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[κρεβάτι]]<br /><b>2.</b> ο [[ξεσκέπαστος]]<br /><b>3.</b> (για [[έδαφος]]) που δεν έχει στρωσίδια. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄστρωτος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[κρεβάτι]] ή [[κλίνη]], σε Πλάτ.· μεταφ., αυτός που δεν είναι [[λείος]], [[τραχύς]], [[ανώμαλος]], [[απότομος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |