Anonymous

ἐξιδρύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξιδρύω]] (Α)<br />[[βάζω]] κάποιον να καθίσει («στῆσόν με κἀξίδρυσον» — σταμάτησε με και [[βάλε]] με να κάτσω, <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐξιδρύω]] (Α)<br />[[βάζω]] κάποιον να καθίσει («στῆσόν με κἀξίδρυσον» — σταμάτησε με και [[βάλε]] με να κάτσω, <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξιδρύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[βάζω]] κάποιον να καθίσει, σε Σοφ.
}}
}}