Anonymous

δόλωμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[δόλωμα]])<br />[[κάθε]] [[μέσο]] ή [[τέχνασμα]] που έχει σκοπό την [[εξαπάτηση]]<br />(«δεν έπιασε το [[δόλωμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δελεασμός]]<br /><b>2.</b> [[νοθεία]]<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> [[κομμάτι]] τροφής που στερεώνεται σε [[παγίδα]] ή [[αγκίστρι]] για να τραβήξει την [[προσοχή]] του θύματος, [[δέλεαρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρατήγημα]], [[πανουργία]].
|mltxt=το (AM [[δόλωμα]])<br />[[κάθε]] [[μέσο]] ή [[τέχνασμα]] που έχει σκοπό την [[εξαπάτηση]]<br />(«δεν έπιασε το [[δόλωμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δελεασμός]]<br /><b>2.</b> [[νοθεία]]<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> [[κομμάτι]] τροφής που στερεώνεται σε [[παγίδα]] ή [[αγκίστρι]] για να τραβήξει την [[προσοχή]] του θύματος, [[δέλεαρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρατήγημα]], [[πανουργία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δόλωμα:''' -ατος, τό, [[τέχνασμα]], [[δόλος]], σε Αισχύλ.
}}
}}