Anonymous

ἠρινός: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠρινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εαρινός]], [[ανοιξιάτικος]] («ἠρινά φύλλα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) <i>ἠρινὸν</i> και <i>ἠρινά</i><br />[[κατά]] την [[άνοιξη]] («[[ὅταν]] ἠρινά... χελιδὼν κελαδῇ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εαρινός]], με [[συναίρεση]]].
|mltxt=[[ἠρινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εαρινός]], [[ανοιξιάτικος]] («ἠρινά φύλλα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) <i>ἠρινὸν</i> και <i>ἠρινά</i><br />[[κατά]] την [[άνοιξη]] («[[ὅταν]] ἠρινά... χελιδὼν κελαδῇ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εαρινός]], με [[συναίρεση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠρῐνός:''' -ή, -όν (ἦρ), = [[ἐαρινός]], αυτός που ανήκει ή βρίσκεται μέσα στην [[άνοιξη]], σε Σόλωνα, Ευρ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., κατά την [[άνοιξη]], [[ὅταν]] ἠρινά... φωνῇ [[χελιδών]], σε Αριστοφ.
}}
}}