Anonymous

ἔνυδρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνυδρος]], -ον)<br />[[υδρόβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[κάθε]] [[ουσία]] που τα μόριά της περιέχουν [[νερό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[ἔνυδρος]]<br />υδρόβιο θηλαστικό, κν. βίδρα, [[ένυδρις]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[νερό]]<br /><b>2.</b> (για [[χώρα]]) αντίθετο του [[άνυδρος]] ή [[άυδρος]], αυτή που έχει [[αφθονία]] νερών<br /><b>3.</b> (αντίθ. του [[χερσαίος]]) [[θαλάσσιος]]<br /><b>4.</b> [[υδάτινος]]<br /><b>5.</b> (για [[έδαφος]]) ο βουλιαγμένος, βυθισμένος στο [[νερό]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔνυδρον</i><br />η [[αφθονία]] νερών.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνυδρος]], -ον)<br />[[υδρόβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[κάθε]] [[ουσία]] που τα μόριά της περιέχουν [[νερό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[ἔνυδρος]]<br />υδρόβιο θηλαστικό, κν. βίδρα, [[ένυδρις]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[νερό]]<br /><b>2.</b> (για [[χώρα]]) αντίθετο του [[άνυδρος]] ή [[άυδρος]], αυτή που έχει [[αφθονία]] νερών<br /><b>3.</b> (αντίθ. του [[χερσαίος]]) [[θαλάσσιος]]<br /><b>4.</b> [[υδάτινος]]<br /><b>5.</b> (για [[έδαφος]]) ο βουλιαγμένος, βυθισμένος στο [[νερό]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔνυδρον</i><br />η [[αφθονία]] νερών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνυδρος:''' -ον ([[ὕδωρ]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[νερό]] μέσα του, που περιέχει, συγκρατεί [[νερό]], ἔν. [[τεῦχος]], δηλ. [[μπάνιο]], [[λουτρό]], σε Αισχύλ.· λέγεται για χώρες, αυτές που αρδρεύονται [[καλά]], σε Ηρόδ.· ἔν. [[φρούριον]], εφοδιασμένο, προμηθευμένο με [[νερό]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> φτιαγμένος από [[νερό]], [[υδάτινος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ζει μέσα στο [[νερό]] ή κοντά σε αυτό, λέγεται για τις Νύμφες, σε Σοφ.· λέγεται για φυτά, σε Αριστοφ.
}}
}}