Anonymous

δορύξενος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δορύξενος]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αιχμαλωτίστηκε και ύστερα έγινε [[φίλος]] του εχθρού του<br /><b>2.</b> [[σύντροφος]] στη [[μάχη]], [[πιστός]] [[φίλος]].
|mltxt=[[δορύξενος]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αιχμαλωτίστηκε και ύστερα έγινε [[φίλος]] του εχθρού του<br /><b>2.</b> [[σύντροφος]] στη [[μάχη]], [[πιστός]] [[φίλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δορύξενος:''' ὁ, ἡ, [[φίλος]] από [[δόρυ]], δηλ. [[κυρίως]], [[κάποιος]], ο [[οποίος]] [[αφού]] αιχμαλωτίσθηκε από το [[δόρυ]] κάποιου, έγινε στη [[συνέχεια]] [[φίλος]] του· [[έπειτα]] γενικά, [[σταθερός]], [[πιστός]], αφοσιωμένος [[φίλος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ως επίθ., <i>δόμοι δορύξενοι</i>, σε Αισχύλ.· [[ἑστία]], σε Σοφ.
}}
}}