3,258,334
edits
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δορύξενος]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αιχμαλωτίστηκε και ύστερα έγινε [[φίλος]] του εχθρού του<br /><b>2.</b> [[σύντροφος]] στη [[μάχη]], [[πιστός]] [[φίλος]]. | |mltxt=[[δορύξενος]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αιχμαλωτίστηκε και ύστερα έγινε [[φίλος]] του εχθρού του<br /><b>2.</b> [[σύντροφος]] στη [[μάχη]], [[πιστός]] [[φίλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δορύξενος:''' ὁ, ἡ, [[φίλος]] από [[δόρυ]], δηλ. [[κυρίως]], [[κάποιος]], ο [[οποίος]] [[αφού]] αιχμαλωτίσθηκε από το [[δόρυ]] κάποιου, έγινε στη [[συνέχεια]] [[φίλος]] του· [[έπειτα]] γενικά, [[σταθερός]], [[πιστός]], αφοσιωμένος [[φίλος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ως επίθ., <i>δόμοι δορύξενοι</i>, σε Αισχύλ.· [[ἑστία]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |