Anonymous

δίρρυμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίρρυμος]], -ον (Α)<br />(για [[άμαξα]]) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. [[τρία]] άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρυμός]] «<i>ο</i> [[ιμάντας]] με τον οποίο το [[άλογο]] σέρνει την [[άμαξα]]»].
|mltxt=[[δίρρυμος]], -ον (Α)<br />(για [[άμαξα]]) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. [[τρία]] άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρυμός]] «<i>ο</i> [[ιμάντας]] με τον οποίο το [[άλογο]] σέρνει την [[άμαξα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίρρῡμος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] τιμόνια, δηλ. [[τρία]] άλογα, σε Αισχύλ.
}}
}}