3,271,087
edits
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[δορκάς]]<br />Α και [[δόρξ]], -ρκός, η και [[δόρκος]], ο και [[δόρκων]], -ωνος, ο και [[ζορκάς]], η και ζορξ -ρκός, η και [[ίορκος]], ο)<br /><b>1.</b> [[ζαρκάδι]]<br /><b>2.</b> (στη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική) [[αντιλόπη]] [[δορκάς]], γκαζέλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>δορκάδες</i><br />αστράγαλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δορκάς]] προήλθε από το [[δορξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κεμάς]], [[προκάς]] <b>κ.λπ.</b>). Οι τύποι αυτής της οικογένειας οφείλονται σε παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[δέρκομαι]]. Οι τύποι με -<i>ζ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ζαρκάδι]]) [[είναι]] φαινομενικά μεμονωμένοι, ενώ στην [[πραγματικότητα]] συνδέονται με έναν κελτικό τύπο με σημ. «[[ζαρκάδι]]», <b>[[πρβλ]].</b> γαλατ. <i>iwrch</i>, κορν. <i>yorch</i>, βρετ. <i>iourc</i>'<i>h</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>york</i>-<i>o</i>). <i>Ο</i> τ. [[ίορκος]] υποστηρίχθηκε ότι [[είναι]] γαλατικό [[δάνειο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[δορκάδειος]], [[δορκαδίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δορκάδιο]], [[δόρκων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δόρκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[δορκάτομος]], [[δόρκοψις]]]. | |mltxt=η (AM [[δορκάς]]<br />Α και [[δόρξ]], -ρκός, η και [[δόρκος]], ο και [[δόρκων]], -ωνος, ο και [[ζορκάς]], η και ζορξ -ρκός, η και [[ίορκος]], ο)<br /><b>1.</b> [[ζαρκάδι]]<br /><b>2.</b> (στη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική) [[αντιλόπη]] [[δορκάς]], γκαζέλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>δορκάδες</i><br />αστράγαλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δορκάς]] προήλθε από το [[δορξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κεμάς]], [[προκάς]] <b>κ.λπ.</b>). Οι τύποι αυτής της οικογένειας οφείλονται σε παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[δέρκομαι]]. Οι τύποι με -<i>ζ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ζαρκάδι]]) [[είναι]] φαινομενικά μεμονωμένοι, ενώ στην [[πραγματικότητα]] συνδέονται με έναν κελτικό τύπο με σημ. «[[ζαρκάδι]]», <b>[[πρβλ]].</b> γαλατ. <i>iwrch</i>, κορν. <i>yorch</i>, βρετ. <i>iourc</i>'<i>h</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>york</i>-<i>o</i>). <i>Ο</i> τ. [[ίορκος]] υποστηρίχθηκε ότι [[είναι]] γαλατικό [[δάνειο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[δορκάδειος]], [[δορκαδίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δορκάδιο]], [[δόρκων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δόρκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[δορκάτομος]], [[δόρκοψις]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δορκάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ (δέ-δορκα), είδος ελαφιού (ονομαζόμενο έτσι από τα [[μεγάλα]] και λαμπερά του μάτια)· στην [[Ελλάδα]], [[ζαρκάδι]], σε Ευρ., Ξεν.· στη [[Συρία]] και στην Αφρική, [[γαζέλα]], σε Ηρόδ.· ομοίως [[δόρξ]], <i>δορκός</i>, <i>ἡ</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· [[ζορκάς]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |