Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνετή: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐνετή]]) [[ενίημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[πόρπη]] του ζωστήρα, του κολεού κ.λπ., κν. [[κόπιτσα]], [[φιούμπα]]<br /><b>2.</b> <b>(τεχν.)</b> [[σιδερένιος]] [[σύνδεσμος]] που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[περόνη]], [[βελόνη]], [[καρφίτσα]], [[πόρπη]]<br />(«χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι [[κατά]] [[στῆθος]] περονᾱτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=η (Α [[ἐνετή]]) [[ενίημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[πόρπη]] του ζωστήρα, του κολεού κ.λπ., κν. [[κόπιτσα]], [[φιούμπα]]<br /><b>2.</b> <b>(τεχν.)</b> [[σιδερένιος]] [[σύνδεσμος]] που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[περόνη]], [[βελόνη]], [[καρφίτσα]], [[πόρπη]]<br />(«χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι [[κατά]] [[στῆθος]] περονᾱτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνετή:''' ἡ ([[ἐνετός]]), [[καρφίτσα]], [[πόρπη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}