Anonymous

δυσπάρευνος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπάρευνος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[δυσπάρευνον]] [[λέκτρον]]» — κακοστρωμένο [[κρεβάτι]], [[δύστυχος]] [[γάμος]].
|mltxt=[[δυσπάρευνος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[δυσπάρευνον]] [[λέκτρον]]» — κακοστρωμένο [[κρεβάτι]], [[δύστυχος]] [[γάμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπάρευνος:''' -ον, αυτός που έχει [[κακό]] σύντροφο στο [[κρεβάτι]], σε Σοφ.
}}
}}