Anonymous

δωδεκαετής: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[δωδεκαετής]], -ές και δωδεκαέτης, -ετες, θηλ. δωδεκαέτις)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[δώδεκα]] [[χρόνια]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[δώδεκα]] ετών.
|mltxt=-ές (AM [[δωδεκαετής]], -ές και δωδεκαέτης, -ετες, θηλ. δωδεκαέτις)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[δώδεκα]] [[χρόνια]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[δώδεκα]] ετών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δωδεκαετής:''' -ές ή -[[έτης]], -ες ([[ἔτος]]), αυτός που είναι [[δώδεκα]] χρόνων (ηλικιακά), σε Πλούτ.
}}
}}