Anonymous

ἔξηβος: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔξηβος]], -ον (Α)<br />αυτός που πέρασε την [[ηλικία]] του εφήβου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ηβός]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>έφ</i>-<i>ηβος</i>].
|mltxt=[[ἔξηβος]], -ον (Α)<br />αυτός που πέρασε την [[ηλικία]] του εφήβου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ηβός]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>έφ</i>-<i>ηβος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔξηβος:''' -ον ([[ἥβη]]), αυτός που έχει περάσει την εφηβική [[ηλικία]], σε Αισχύλ.
}}
}}