Anonymous

κλάζω: Difference between revisions

From LSJ
1,672 bytes added ,  30 December 2018
5
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] οξύ και διαπεραστικό ήχο<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[κρώζω]] («[[αἰετός]]... δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[σκύλο]]) γαυγίζω («Όδυσῆα ἴδον κύνες... οἱ μὲν κεκλήγοτες [[ἐπέδραμον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άψυχα) [[αντηχώ]], [[συρίζω]], [[βουίζω]] (α. «ἔκλαγξαν ὀϊστοὶ ἐπ' ὤμων χωομένοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔκλαγεν δὲ [[πόντος]]», Βακχυλ.<br />γ. «σὺ δὲ κιθάρᾳ κλάζεις παιᾱνας μέλπων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κραυγάζω]], [[φωνάζω]] ή [[λέγω]] [[κάτι]] μεγαλοφώνως (α. «ὁ δὲ κεκληγὼς ἕπετ' αἰεὶ Ἀτρεΐδης», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[ἄλλο]] [[μῆχαρ]]... [[μάντις]] ἔκλαγξεν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως [[προς]] την [[παραγωγή]] του, το ρ. [[κλάζω]] θα μπορούσε να θεωρηθεί μετονοματικό ενός ριζικού ονόματος του οποίου μαρτυρείται η δοτ. <i>κλαγγ</i>-<i>ί</i> ([[κλάζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλάγγ</i>-<i>yω</i>) ή [[ανεξάρτητος]] [[σχηματισμός]] με την κατάλ. -<i>ζω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ολολύ</i>-<i>ζω</i>, <i>οιμώ</i>-<i>ζω</i> κ.λπ. που δηλώνουν [[επίσης]] θόρυβο). Οι τ. <i>κλάγξω</i>, <i>εκλαγξα</i>, <i>κέγλαγγα</i> [[είναι]] νεώτεροι σχηματισμοί. Ετυμολογικώς, το ρ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kl</i><i>ē</i><i>g</i>- «[[θορυβώ]], [[φωνάζω]]», που εμφανίζεται με διάφορες μορφές (<i>klang</i>-, <i>klog</i>-, <i>kleig</i>- <b>κ.ά.</b>), αποτελεί δε [[μάλλον]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας, ενώ δεν αποκλείεται να σχετίζεται με τη [[ρίζα]] τών [[καλώ]], [[κέλαδος]]. Το ρ. [[κλάζω]] συνδέεται με το λατ. <i>clango</i> «[[κραυγάζω]]» και το αρχ. ισλανδ. <i>hlakka</i> «[[κραυγάζω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>hlanka</i> με [[αφομοίωση]]), που εμφανίζουν [[επίσης]] το έρρινο [[στοιχείο]]].
|mltxt=[[κλάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] οξύ και διαπεραστικό ήχο<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[κρώζω]] («[[αἰετός]]... δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[σκύλο]]) γαυγίζω («Όδυσῆα ἴδον κύνες... οἱ μὲν κεκλήγοτες [[ἐπέδραμον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άψυχα) [[αντηχώ]], [[συρίζω]], [[βουίζω]] (α. «ἔκλαγξαν ὀϊστοὶ ἐπ' ὤμων χωομένοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔκλαγεν δὲ [[πόντος]]», Βακχυλ.<br />γ. «σὺ δὲ κιθάρᾳ κλάζεις παιᾱνας μέλπων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κραυγάζω]], [[φωνάζω]] ή [[λέγω]] [[κάτι]] μεγαλοφώνως (α. «ὁ δὲ κεκληγὼς ἕπετ' αἰεὶ Ἀτρεΐδης», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[ἄλλο]] [[μῆχαρ]]... [[μάντις]] ἔκλαγξεν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως [[προς]] την [[παραγωγή]] του, το ρ. [[κλάζω]] θα μπορούσε να θεωρηθεί μετονοματικό ενός ριζικού ονόματος του οποίου μαρτυρείται η δοτ. <i>κλαγγ</i>-<i>ί</i> ([[κλάζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλάγγ</i>-<i>yω</i>) ή [[ανεξάρτητος]] [[σχηματισμός]] με την κατάλ. -<i>ζω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ολολύ</i>-<i>ζω</i>, <i>οιμώ</i>-<i>ζω</i> κ.λπ. που δηλώνουν [[επίσης]] θόρυβο). Οι τ. <i>κλάγξω</i>, <i>εκλαγξα</i>, <i>κέγλαγγα</i> [[είναι]] νεώτεροι σχηματισμοί. Ετυμολογικώς, το ρ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kl</i><i>ē</i><i>g</i>- «[[θορυβώ]], [[φωνάζω]]», που εμφανίζεται με διάφορες μορφές (<i>klang</i>-, <i>klog</i>-, <i>kleig</i>- <b>κ.ά.</b>), αποτελεί δε [[μάλλον]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας, ενώ δεν αποκλείεται να σχετίζεται με τη [[ρίζα]] τών [[καλώ]], [[κέλαδος]]. Το ρ. [[κλάζω]] συνδέεται με το λατ. <i>clango</i> «[[κραυγάζω]]» και το αρχ. ισλανδ. <i>hlakka</i> «[[κραυγάζω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>hlanka</i> με [[αφομοίωση]]), που εμφανίζουν [[επίσης]] το έρρινο [[στοιχείο]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλάζω:''' μέλ. <i>κλάγξω</i>, αόρ. αʹ [[ἔκλαγξα]], αόρ. βʹ <i>ἔκλᾰγον</i>, παρακ. <i>κέκλαγγα</i>, υποτ. <i>κεκλάγγω</i>, Επικ. μτχ. [[κεκληγώς]], πληθ. <i>κεκληγῶτες</i> — Παθ., μέλ. <i>κεκλάγξομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> κάνω οξύ και διαπεραστικό ήχο, λέγεται για πουλιά, [[κράζω]], [[σκούζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για σκυλιά, [[γαβγίζω]], [[ουρλιάζω]], [[υλακτώ]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· λέγεται για πράγματα, όπως για βέλη στη [[φαρέτρα]], [[κουδουνίζω]], [[συγκρούομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνεμο, [[σφυρίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τροχούς, [[τρίζω]], σε Αισχύλ.· χρησιμ. με σύστ. αντ., <i>κλάζουσι φόβον</i>, ηχούν προκαλώντας φόβο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[φωνάζω]], [[ουρλιάζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· το πλησιέστατο [[παράδειγμα]] προς τον έναρθρο ήχο βρίσκεται στον Αισχύλ.· [[μάντις]] ἔκλαγξεν ἄλλον [[μῆχαρ]], ανεβόησε [[άλλη]] [[θεραπεία]]· <i>Ζῆνα ἐπινίκια κλάζων</i>, αναφωνώντας [[δυνατά]] τον επινίκιο ύμνο του [[Δία]], στον ίδ.
}}
}}