Anonymous

νενέαται: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_12)
(5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νενέαται''': Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. πρκμ. τοῦ νέω, [[ἐπισωρεύω]].
|lstext='''νενέαται''': Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. πρκμ. τοῦ νέω, [[ἐπισωρεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νενέαται:''' Ιων. αντί <i>νένηνται</i>, Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[νέω]], [[σωρεύω]].
}}
}}