Anonymous

κροτέω: Difference between revisions

From LSJ
1,085 bytes added ,  30 December 2018
5
(eksahir)
(5)
Line 27: Line 27:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[tocar las palmas]]
|esgtx=[[tocar las palmas]]
}}
{{lsm
|lsmtext='''κροτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κρότος]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να κροταλίσει, λέγεται για άλογα, <i>ὄχεα κροτέοντες</i>, σέρνοντάς τα με κρότο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]], σε Ηρόδ., Ευρ.· κροτεῖν [[τὰς]] χεῖρας ή <i>τὼ χεῖρε</i>, [[χτυπώ]] τα χέρια, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., [[χειροκροτώ]], [[χτυπώ]] [[παλαμάκια]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για σιδηρουργό, [[σφυρηλατώ]] μαζί και [[συνενώνω]], σε Πλάτ. — Παθ., σφυρηλατούμαι· μεταφ., <i>ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος</i>, στο [[σύνολο]] του «σφυρηλατημένος» με [[απάτη]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> αμτβ., [[παράγω]] θορυβώδεις ήχους, σε Αριστ., Λουκ.
}}
}}