3,273,761
edits
(22) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λαχαίνω]] (AM [[λαγχάνω]], Μ και [[λαχάνω]])<br />[[περιέρχομαι]] σε κάποιον με κλήρο, [[πέφτω]] στον κλήρο (α. «[[πάλι]] του 'λαχε ο [[πρώτος]] [[αριθμός]]» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» — λέγεται για τους ολιγαρκείς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τυχαίνω]], [[συμβαίνω]] από [[σύμπτωση]], από [[τύχη]] («σέ μένα έλαχε κι αυτό το [[κακό]];»)<br /><b>2.</b> (ο β' τ.) [[λαχαίνω]]<br />[[συναντώ]] τυχαία, [[απαντώ]] («να μην τον λάχω [[μπροστά]] μου»)<br /><b>3.</b> (ως απρόσ.) <i>λαχαίνει</i><br />γίνεται τυχαία, συμβαίνει [[κατά]] [[τύχη]], συμπτωματικά («μην έλαχε να τον [[δεις]];»)<br /><b>μσν.</b><br />(ως απρόσ.) αρμόζει<br />(μσν. -αρχ.) [[πέφτω]] στο [[μερίδιο]] κάποιου, αναλογώ («ἐς ἑκάστην [νῆα] [[ἐννέα]] λάγχανον αἶγες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] ως [[μερίδιο]], [[αποκτώ]] με κλήρο (α. «ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν [[αἰεί]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔλαχ' [[ἄναξ]] δούλην σ' ἔχειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για θεούς) [[κατέχω]] και [[προστατεύω]] [[χώρα]] την οποία έλαβα [[κατά]] τη [[διανομή]] της γης («θοοῑσιν, οἳ [[Περσίδα]] γῆν λελόγχασι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ορίζομαι με κλήρο, [[βγαίνω]] με κλήρο (α. «τὸν πάλῳ λαχόντα», <b>Ηρόδ.</b> β. «πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τραβώ]] κλήρο («[[κατάστασις]] ή διὰ τοῡ λαγχάνειν γιγνομένη», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> [[κάνω]] κάποιον μέτοχο σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]], [[αποκτώ]] [[κάτι]] («ἔλαχον κτερέων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παίρνω]] με [[κληρονομιά]], [[κληρονομώ]]<br /><b>8.</b> (στην Αθήνα για τους δημόσιους άρχοντες) [[παίρνω]] κάποιο [[αξίωμα]] με κλήρο, εκλέγομαι με [[κλήρωση]] (α. «καὶ ἔλθῃ κληρωσόμενος τῶν [[ἐννέα]] ἀρχόντων καὶ [[λάχη]] [[βασιλεύς]]», Λυσ.<br />β. «ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν πολεμαρχέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> (στους Αττικούς ως [[δικαστικός]] όρος) «[[λαγχάνω]] [[δίκην]]<br />[[παίρνω]] την [[άδεια]] να παρουσιάσω [[αγωγή]], [[ενάγω]], [[προσάγω]] σε [[δίκη]] κάποιον («τὸ [[ἔγκλημα]] ὅ ἔλαχον αὐτῷ πέρυσιν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχ. τ. [[είναι]] <i>λέ</i>-<i>λογχ</i>-<i>α</i> <b>(παρακμ.)</b> και <i>λαχ</i>-<i>εῖν</i> <b>(αόρ.)</b>, που ανάγονται πιθ. σε θ. <i>longh</i>-και <i>lngh</i>-, αντιστοίχως. Από τον αόρ. [[λαχεῖν]] (<i>έλαχον</i>) σχηματίστηκε ο ενεστ. τ. [[λαγχάνω]] [[κατά]] το [[λαμβάνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[λαβεῖν]]). Οι άλλοι τ. <i>λήξομαι</i> <b>(μέλλ.)</b>, <i>εἴληχα</i> <b>(παρακμ.)</b> σχηματίστηκαν αναλογικά [[προς]] τους αντίστοιχους τ. του [[λαμβάνω]] (<i>λήψομαι</i>, <i>εἴληφα</i>). Το θ. <i>λαχ</i>- απαντά σε κύρια ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Λαχέμοιρος</i>, <i>Λάχης</i>, <i>Αντίληξις</i>). Ο νεοελλ. τ. [[λαχαίνω]] <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έλαχα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τυχαίνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>έτυχα</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[Λάχεσις]], [[λάχη]], [[λαχμός]], [[λάχος]], [[λήξις]], [[λόγχη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαχείο]], [[λαχνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αμφιλαγχάνω</i>, [[αντιλαγχάνω]], [[απολαγχάνω]], [[διαλαγχάνω]], [[εκλαγχάνω]], [[επιλαγχάνω]], [[καταλαγχάνω]], [[μεταλαγχάνω]], [[παραλαγχάνω]], [[προκαταλαγχάνω]], [[προλαγχάνω]], [[προσλαγχάνω]], [[συγκαταλαγχάνω]], [[συλλαγχάνω]]. | |mltxt=και [[λαχαίνω]] (AM [[λαγχάνω]], Μ και [[λαχάνω]])<br />[[περιέρχομαι]] σε κάποιον με κλήρο, [[πέφτω]] στον κλήρο (α. «[[πάλι]] του 'λαχε ο [[πρώτος]] [[αριθμός]]» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» — λέγεται για τους ολιγαρκείς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τυχαίνω]], [[συμβαίνω]] από [[σύμπτωση]], από [[τύχη]] («σέ μένα έλαχε κι αυτό το [[κακό]];»)<br /><b>2.</b> (ο β' τ.) [[λαχαίνω]]<br />[[συναντώ]] τυχαία, [[απαντώ]] («να μην τον λάχω [[μπροστά]] μου»)<br /><b>3.</b> (ως απρόσ.) <i>λαχαίνει</i><br />γίνεται τυχαία, συμβαίνει [[κατά]] [[τύχη]], συμπτωματικά («μην έλαχε να τον [[δεις]];»)<br /><b>μσν.</b><br />(ως απρόσ.) αρμόζει<br />(μσν. -αρχ.) [[πέφτω]] στο [[μερίδιο]] κάποιου, αναλογώ («ἐς ἑκάστην [νῆα] [[ἐννέα]] λάγχανον αἶγες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] ως [[μερίδιο]], [[αποκτώ]] με κλήρο (α. «ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν [[αἰεί]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔλαχ' [[ἄναξ]] δούλην σ' ἔχειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για θεούς) [[κατέχω]] και [[προστατεύω]] [[χώρα]] την οποία έλαβα [[κατά]] τη [[διανομή]] της γης («θοοῑσιν, οἳ [[Περσίδα]] γῆν λελόγχασι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ορίζομαι με κλήρο, [[βγαίνω]] με κλήρο (α. «τὸν πάλῳ λαχόντα», <b>Ηρόδ.</b> β. «πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τραβώ]] κλήρο («[[κατάστασις]] ή διὰ τοῡ λαγχάνειν γιγνομένη», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> [[κάνω]] κάποιον μέτοχο σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]], [[αποκτώ]] [[κάτι]] («ἔλαχον κτερέων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παίρνω]] με [[κληρονομιά]], [[κληρονομώ]]<br /><b>8.</b> (στην Αθήνα για τους δημόσιους άρχοντες) [[παίρνω]] κάποιο [[αξίωμα]] με κλήρο, εκλέγομαι με [[κλήρωση]] (α. «καὶ ἔλθῃ κληρωσόμενος τῶν [[ἐννέα]] ἀρχόντων καὶ [[λάχη]] [[βασιλεύς]]», Λυσ.<br />β. «ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν πολεμαρχέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> (στους Αττικούς ως [[δικαστικός]] όρος) «[[λαγχάνω]] [[δίκην]]<br />[[παίρνω]] την [[άδεια]] να παρουσιάσω [[αγωγή]], [[ενάγω]], [[προσάγω]] σε [[δίκη]] κάποιον («τὸ [[ἔγκλημα]] ὅ ἔλαχον αὐτῷ πέρυσιν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχ. τ. [[είναι]] <i>λέ</i>-<i>λογχ</i>-<i>α</i> <b>(παρακμ.)</b> και <i>λαχ</i>-<i>εῖν</i> <b>(αόρ.)</b>, που ανάγονται πιθ. σε θ. <i>longh</i>-και <i>lngh</i>-, αντιστοίχως. Από τον αόρ. [[λαχεῖν]] (<i>έλαχον</i>) σχηματίστηκε ο ενεστ. τ. [[λαγχάνω]] [[κατά]] το [[λαμβάνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[λαβεῖν]]). Οι άλλοι τ. <i>λήξομαι</i> <b>(μέλλ.)</b>, <i>εἴληχα</i> <b>(παρακμ.)</b> σχηματίστηκαν αναλογικά [[προς]] τους αντίστοιχους τ. του [[λαμβάνω]] (<i>λήψομαι</i>, <i>εἴληφα</i>). Το θ. <i>λαχ</i>- απαντά σε κύρια ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Λαχέμοιρος</i>, <i>Λάχης</i>, <i>Αντίληξις</i>). Ο νεοελλ. τ. [[λαχαίνω]] <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έλαχα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τυχαίνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>έτυχα</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[Λάχεσις]], [[λάχη]], [[λαχμός]], [[λάχος]], [[λήξις]], [[λόγχη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαχείο]], [[λαχνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αμφιλαγχάνω</i>, [[αντιλαγχάνω]], [[απολαγχάνω]], [[διαλαγχάνω]], [[εκλαγχάνω]], [[επιλαγχάνω]], [[καταλαγχάνω]], [[μεταλαγχάνω]], [[παραλαγχάνω]], [[προκαταλαγχάνω]], [[προλαγχάνω]], [[προσλαγχάνω]], [[συγκαταλαγχάνω]], [[συλλαγχάνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λαγχάνω:''' (√<i>ΛΑΧ</i>), μέλ. <i>λήξομαι</i>, Ιων. [[λάξομαι]]· αόρ. βʹ <i>ἔλᾰχον</i>, Επικ. [[ἔλλαχον]], [[λάχον]] (για το <i>λέλᾰχον</i>, βλ. κατωτ. IV)· παρακ. [[εἴληχα]]· υπερσ. <i>εἰλήχειν</i>, ποιητ. και Ιων. παρακ. [[λέλογχα]], γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐλελόγχει</i>, Δωρ. <i>λελόγχη</i> — Παθ., αόρ. <i>ἐλήχθην</i>, παρακ. [[εἴληγμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] με κλήρο, λόγω τύχης ή θέλησης των θεών, σε Όμηρ.· με απαρ., [[ἔλαχον]] πολιὴν ἅλα [[ναιέμεν]], μου έλαχε σαν [[μερίδιο]] να [[κατοικώ]] τη [[θάλασσα]], λέει ο Ποσειδώνας (για τη [[διανομή]] του σύμπαντος [[μεταξύ]] των γιων του Κρόνου), σε Ομήρ. Ιλ.· ἔλαχ' [[ἄναξ]] δούλην σ' ἔχειν, σε Ευρ.· λέγεται για θεό που ορίζει την [[ζωή]] κάποιου, ἐμὲ μὲν Κὴρ [[λάχε]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]] στον παρακ., είμαι η [[θεότητα]] που προστατεύει κάποιον [[τόπο]], η [[πολιούχος]] [[θεότητα]], <i>θεοῖσιν</i>, <i>ἡ [[Περσίδα]] γῆν λελόγχασι</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., πρὸς Θύμβρης [[ἔλαχον]] Λύκιοι, η [[θέση]] τους είχε ορισθεί κοντά στο «Θυμβραίο [[πεδίο]]», σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δημόσιους άρχοντες, [[λαμβάνω]] [[αξίωμα]] με κλήρο (βλ. λ. [[κύαμος]] II)· ἀρχὴν [[λαχεῖν]], αντίθ. προς το <i>χειροτονηθῆναι</i> (εκλέγομαι με [[ανάταση]] των χεριών), σε Αριστοφ.· ομοίως, με απαρ., <i>ὁ λαχὼν πολεμαρχέειν</i>, αυτός στον οποίο έπεσε ο [[κλήρος]] να είναι [[πολέμαρχος]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ λαχόντες βουλευταί</i> (ενν. [[εἶναι]]), σε Ρήτ.· απόλ., <i>οἱ λαχόντες</i>, εκείνοι στους οποίους έπεσε ο [[κλήρος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος, λαγχάνειν [[δίκην]], [[λαμβάνω]] την [[άδεια]] να παρουσιάσω [[αγωγή]] στο δικαστήριο, σε Πλάτ., σε Ρήτ.· ([[χωρίς]] το [[δίκην]]) <i>λαγχάνειν τινί</i>, κάνω [[μήνυση]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Ρήτ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν. διαιρ., [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] κάποιου πράγματος, [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] [[κάτι]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">III.</b> απόλ., [[λαμβάνω]], [[τραβώ]] κλήρο, σε Ομήρ. Οδ.· [[ρίχνω]] ψήφο, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b>μτβ., Επικ. αναδιπλ. αορ., <i>λέλᾰχον</i>, [[κατέχω]], [[εξουσιάζω]], <i>πυρὸς λελαχεῖν τινα</i>, [[χορηγώ]] σε κάποιον το [[δικαίωμα]] της νεκρώσιμης ακολουθίας [[μετά]] [[πυρός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">V.</b> αμτβ., [[πέφτω]] στον κλήρο ή στο [[μερίδιο]] κάποιου, [[λαχαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. | |||
}} | }} |