3,270,629
edits
(18) |
(5) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἵππος]], ό, ή)<br />το [[άλογο]], [[γένος]] περιττοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας equidae<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μονάδα]] μέτρησης της ισχύος τών μηχανών («[[μηχανή]] [[πέντε]] ίππων»)<br /><b>2.</b> <b>(γυμν.)</b> όργανο γυμναστικής που χρησιμεύει για υπερπηδήσεις<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b><br />[[ταχεία]] [[εναλλαγή]] συστολών και διαστολών της κόρης του ματιού, που παράγονται με ρυθμικό τρόπο<br /><b>μσν.</b><br />[[ομάδα]] αλόγων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[ἵππος]]<br />η [[φοράδα]]<br />οι αρχ. ποιητές χρησιμοποιούν συνηθέστερα το θηλ., [[γιατί]] η [[φοράδα]] ήταν πιο χρήσιμη, [[επειδή]] οι αρχαίοι δεν ευνούχιζαν τους ίππους. Επίσης χρησιμοποιούν το επίθ. [[θήλυς]] και [[άρρην]] για σαφέστερη [[δήλωση]] του φύλου (α. «θήλεες ἵπποι» β. «ἄρσενες ἵπποι» γ. «θήλειαι ἵπποι»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἵπποι</i><br />[[άρμα]] συρόμενο από ίππους και οι ίδιοι οι ίπποι που το σύρουν (α. «ἵππων ἐπιβησόμενος» — έχοντας την [[πρόθεση]] να ανέβει στο [[άρμα]] του, <b>Ομ. Ιλ.</b>) β. «ἀφ' ἵππων» ή «ἐξ ἵππων» ή «ἀφ' ἵπποιιν» ή «καθ' ἵππων» — από το [[άρμα]])<br /><b>3.</b> αντίθ. του πεζοί («ἵπποι και ἀνέρες» ή «[[λαός]] τε καὶ ἵπποι» — πεζοί και [[πάνω]] σε [[άρμα]] μαχόμενοι άνδρες)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[ἵππος]]<br />α) οι ιππείς, το ιππικό («ἡ τῶν Θεσσαλῶν [[ἵππος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) άσεμνη, [[ασελγής]] [[γυναίκα]]<br /><b>5.</b> <b>(περιφρ.)</b> «ἁλὸς ἵπποι» πλοία, <b>Ομ. Οδ.</b><br /><b>6.</b> ο [[αστερισμός]] [[Πήγασος]]<br /><b>7.</b> <b>το θηλ.</b><br />[[τίτλος]] της Εκάτης στη [[λατρεία]] του Μίθρα<br /><b>8.</b> όργανο για βασανιστήρια<br /><b>9.</b> ένα θαλάσσιο [[ψάρι]]<br /><b>10.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[μόριο]] του άνδρα και της γυναίκας<br /><b>11.</b> [[πάθηση]] τών οφθαλμών [[κατά]] την οποία αυτά ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα<br /><b>12.</b> <b>επιγρ.</b> [[τίτλος]] λειτουργών σε μερικές ιεροτελεστίες<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «[[ἵππος]] [[ποτάμιος]]» ή «[[ἵππος]] τοῡ Νείλου» — ο [[ιπποπόταμος]]<br /><b>14.</b> <b>πιθ.</b> όργανο βασανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ekwo</i> «ἱππος» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>aśva</i>-, το λατ. <i>equus</i>, <i>το</i> αρχ. ιρλ. <i>ech</i>, το αγγλοσαξ. <i>eoh</i>., όλα με την [[ίδια]] [[σημασία]], το αρχ. λιθ. <i>ešva</i> «[[φοράδα]]» κ.ά. Το διπλό -<i>ππ</i>- της Ελληνικής αποτελεί [[ένδειξη]] ότι ο ΙΕ τ. δεν εμφάνιζε τον λεγόμενο χειλοϋπερωικό φθόγγο -<i>k</i><sup>w</sup>-, που αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική με -<i>π</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>sek</i><sup>w</sup><i>o</i>- > [[ἕπομαι]]), [[αλλά]] [[σύμπλεγμα]] υπερωικού και χειλικού φθόγγου -<i>kω</i>, το οποίο έδωσε [[μεταξύ]] φωνηέντων στην Ελληνική -<i>ππ</i>- ή -<i>κκ</i>- που μαρτυρείται στον τ. [[ἴκκος]] [[καθώς]] και στο κύριο όν. <i>Ἴκκος</i>. Με την [[άποψη]] αυτή συνηγορεί και η μυκηναϊκή [[γραφή]] <i>i</i>-<i>qo</i>, η οποία αποδίδει [[πιθανώς]] στην [[προφορά]] ενός [[διπλού]] συμφώνου. Η [[δασύτητα]] του [[ἵππος]] θα [[πρέπει]] να [[είναι]] μεταγενέστερη. Το αρχικό ψιλό <i>ἰ</i>- διατηρείται πιθ. στο συνθ. κύριο όν. <i>Λεύκ</i>-<i>ιππος</i> ([[αντί]] <i>Λεύχ</i>-<i>ιππος</i>). Ίσως όμως το τελευταίο να απέβαλε την αρχική δασύτητά του αναλογικά [[προς]] άλλα συνθ. του [[λευκός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκ</i>-[[ηπατίας]] «αυτός που έχει [[λευκό]] [[συκώτι]]» και μεταφορικά «[[δειλός]]» εκ παραλλήλου [[προς]] το αναμενόμενο <i>λευχ</i>-[[ηπατίας]], με [[αποβολή]] της δασύτητας αναλογικά [[προς]] τα <i>λευκ</i>-<i>έρυθρος</i>, <i>λευκ</i>-<i>ήρετμος</i> «αυτός που έχει [[λευκά]] [[κουπιά]]» <b>κ.λπ.</b>). Δυσερμήνευτο, [[τέλος]], παραμένει το αρκτικό [[φωνήεν]] [[i]] [[αντί]] του αναμενομένου [[e]] από τους συγγενείς τ. τών άλλων ΙΕ γλωσσών και τον επανασυντεθειμένο ΙΕ τ. <i>ekwo</i>-. Στη Νέα Ελληνική τη λ. [[ίππος]] αντικατέστησε η λ. [[άλογο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ιππάριον</i>, [[ίππειος]], <i>ιππεύς</i>, <i>ιποπεύω</i>, [[ιππίδιον]], [[ιππικός]], [[ιπποσύνη]], [[ιππότης]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιππάζομαι]] [[ιππαΐς]], [[ιππάκη]], [[ιππαλέος]], [[ιππάς]], [[ιππηδόν]], [[ιππίας]], [[ίππιος]], [[ιππίσκος]], [[ιππιστί]], [[ιππόθεν]], [[ιππότης]] (ΙΙ), [[ιππούμαι]], [[ιππών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ιππώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιππισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>ίππο</i>-. (Β' συνθετικό) [[έφιππος]], [[μόνιππος]], [[τέθριππος]], [[φίλιππος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άγριππος]], [[άμιππος]], <i>άμφιππος</i>, <i>ανάγχιππος</i>, [[άνιππος]], <i>άστιππος</i>, <i>αυτόιππος</i>, [[άφιππος]], [[δαμάσιππος]], [[δάμνιππος]], [[διώξιππος]], [[δύσιππος]], [[ελάσιππος]], <i>εξάιππος</i>, [[εύιππος]], [[ζεύξιππος]], [[ημίιππος]], <i>ίχνιππος</i>, [[κρατήσιππος]], [[κρύψιππος]], [[Κρόνιππος]], [[κτήσιππος]], [[λεύκιππος]], [[μελάνιππος]], [[μίσιππος]], [[μισοφίλιππος]], [[πάριππος]], [[πλήξιππος]], <i>πολύιππος</i>, [[πτερόιππος]], [[σύνιππος]], [[ταράξιππος]], [[ταχύιππος]], [[τρίιππος]], [[τρύσιππος]], [[χερσάνιππος]], [[χερσέφιππος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ηώιππος</i>, [[μεσόιππος]], <i>πρωτόιππος</i>]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[ἵππος]], ό, ή)<br />το [[άλογο]], [[γένος]] περιττοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας equidae<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μονάδα]] μέτρησης της ισχύος τών μηχανών («[[μηχανή]] [[πέντε]] ίππων»)<br /><b>2.</b> <b>(γυμν.)</b> όργανο γυμναστικής που χρησιμεύει για υπερπηδήσεις<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b><br />[[ταχεία]] [[εναλλαγή]] συστολών και διαστολών της κόρης του ματιού, που παράγονται με ρυθμικό τρόπο<br /><b>μσν.</b><br />[[ομάδα]] αλόγων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[ἵππος]]<br />η [[φοράδα]]<br />οι αρχ. ποιητές χρησιμοποιούν συνηθέστερα το θηλ., [[γιατί]] η [[φοράδα]] ήταν πιο χρήσιμη, [[επειδή]] οι αρχαίοι δεν ευνούχιζαν τους ίππους. Επίσης χρησιμοποιούν το επίθ. [[θήλυς]] και [[άρρην]] για σαφέστερη [[δήλωση]] του φύλου (α. «θήλεες ἵπποι» β. «ἄρσενες ἵπποι» γ. «θήλειαι ἵπποι»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἵπποι</i><br />[[άρμα]] συρόμενο από ίππους και οι ίδιοι οι ίπποι που το σύρουν (α. «ἵππων ἐπιβησόμενος» — έχοντας την [[πρόθεση]] να ανέβει στο [[άρμα]] του, <b>Ομ. Ιλ.</b>) β. «ἀφ' ἵππων» ή «ἐξ ἵππων» ή «ἀφ' ἵπποιιν» ή «καθ' ἵππων» — από το [[άρμα]])<br /><b>3.</b> αντίθ. του πεζοί («ἵπποι και ἀνέρες» ή «[[λαός]] τε καὶ ἵπποι» — πεζοί και [[πάνω]] σε [[άρμα]] μαχόμενοι άνδρες)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[ἵππος]]<br />α) οι ιππείς, το ιππικό («ἡ τῶν Θεσσαλῶν [[ἵππος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) άσεμνη, [[ασελγής]] [[γυναίκα]]<br /><b>5.</b> <b>(περιφρ.)</b> «ἁλὸς ἵπποι» πλοία, <b>Ομ. Οδ.</b><br /><b>6.</b> ο [[αστερισμός]] [[Πήγασος]]<br /><b>7.</b> <b>το θηλ.</b><br />[[τίτλος]] της Εκάτης στη [[λατρεία]] του Μίθρα<br /><b>8.</b> όργανο για βασανιστήρια<br /><b>9.</b> ένα θαλάσσιο [[ψάρι]]<br /><b>10.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[μόριο]] του άνδρα και της γυναίκας<br /><b>11.</b> [[πάθηση]] τών οφθαλμών [[κατά]] την οποία αυτά ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα<br /><b>12.</b> <b>επιγρ.</b> [[τίτλος]] λειτουργών σε μερικές ιεροτελεστίες<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «[[ἵππος]] [[ποτάμιος]]» ή «[[ἵππος]] τοῡ Νείλου» — ο [[ιπποπόταμος]]<br /><b>14.</b> <b>πιθ.</b> όργανο βασανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ekwo</i> «ἱππος» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>aśva</i>-, το λατ. <i>equus</i>, <i>το</i> αρχ. ιρλ. <i>ech</i>, το αγγλοσαξ. <i>eoh</i>., όλα με την [[ίδια]] [[σημασία]], το αρχ. λιθ. <i>ešva</i> «[[φοράδα]]» κ.ά. Το διπλό -<i>ππ</i>- της Ελληνικής αποτελεί [[ένδειξη]] ότι ο ΙΕ τ. δεν εμφάνιζε τον λεγόμενο χειλοϋπερωικό φθόγγο -<i>k</i><sup>w</sup>-, που αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική με -<i>π</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>sek</i><sup>w</sup><i>o</i>- > [[ἕπομαι]]), [[αλλά]] [[σύμπλεγμα]] υπερωικού και χειλικού φθόγγου -<i>kω</i>, το οποίο έδωσε [[μεταξύ]] φωνηέντων στην Ελληνική -<i>ππ</i>- ή -<i>κκ</i>- που μαρτυρείται στον τ. [[ἴκκος]] [[καθώς]] και στο κύριο όν. <i>Ἴκκος</i>. Με την [[άποψη]] αυτή συνηγορεί και η μυκηναϊκή [[γραφή]] <i>i</i>-<i>qo</i>, η οποία αποδίδει [[πιθανώς]] στην [[προφορά]] ενός [[διπλού]] συμφώνου. Η [[δασύτητα]] του [[ἵππος]] θα [[πρέπει]] να [[είναι]] μεταγενέστερη. Το αρχικό ψιλό <i>ἰ</i>- διατηρείται πιθ. στο συνθ. κύριο όν. <i>Λεύκ</i>-<i>ιππος</i> ([[αντί]] <i>Λεύχ</i>-<i>ιππος</i>). Ίσως όμως το τελευταίο να απέβαλε την αρχική δασύτητά του αναλογικά [[προς]] άλλα συνθ. του [[λευκός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκ</i>-[[ηπατίας]] «αυτός που έχει [[λευκό]] [[συκώτι]]» και μεταφορικά «[[δειλός]]» εκ παραλλήλου [[προς]] το αναμενόμενο <i>λευχ</i>-[[ηπατίας]], με [[αποβολή]] της δασύτητας αναλογικά [[προς]] τα <i>λευκ</i>-<i>έρυθρος</i>, <i>λευκ</i>-<i>ήρετμος</i> «αυτός που έχει [[λευκά]] [[κουπιά]]» <b>κ.λπ.</b>). Δυσερμήνευτο, [[τέλος]], παραμένει το αρκτικό [[φωνήεν]] [[i]] [[αντί]] του αναμενομένου [[e]] από τους συγγενείς τ. τών άλλων ΙΕ γλωσσών και τον επανασυντεθειμένο ΙΕ τ. <i>ekwo</i>-. Στη Νέα Ελληνική τη λ. [[ίππος]] αντικατέστησε η λ. [[άλογο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ιππάριον</i>, [[ίππειος]], <i>ιππεύς</i>, <i>ιποπεύω</i>, [[ιππίδιον]], [[ιππικός]], [[ιπποσύνη]], [[ιππότης]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιππάζομαι]] [[ιππαΐς]], [[ιππάκη]], [[ιππαλέος]], [[ιππάς]], [[ιππηδόν]], [[ιππίας]], [[ίππιος]], [[ιππίσκος]], [[ιππιστί]], [[ιππόθεν]], [[ιππότης]] (ΙΙ), [[ιππούμαι]], [[ιππών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ιππώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιππισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>ίππο</i>-. (Β' συνθετικό) [[έφιππος]], [[μόνιππος]], [[τέθριππος]], [[φίλιππος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άγριππος]], [[άμιππος]], <i>άμφιππος</i>, <i>ανάγχιππος</i>, [[άνιππος]], <i>άστιππος</i>, <i>αυτόιππος</i>, [[άφιππος]], [[δαμάσιππος]], [[δάμνιππος]], [[διώξιππος]], [[δύσιππος]], [[ελάσιππος]], <i>εξάιππος</i>, [[εύιππος]], [[ζεύξιππος]], [[ημίιππος]], <i>ίχνιππος</i>, [[κρατήσιππος]], [[κρύψιππος]], [[Κρόνιππος]], [[κτήσιππος]], [[λεύκιππος]], [[μελάνιππος]], [[μίσιππος]], [[μισοφίλιππος]], [[πάριππος]], [[πλήξιππος]], <i>πολύιππος</i>, [[πτερόιππος]], [[σύνιππος]], [[ταράξιππος]], [[ταχύιππος]], [[τρίιππος]], [[τρύσιππος]], [[χερσάνιππος]], [[χερσέφιππος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ηώιππος</i>, [[μεσόιππος]], <i>πρωτόιππος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἵππος:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[άλογο]], [[φοράδα]], Λατ. [[equus]], [[equa]], σε Όμηρ. κ.λπ.· πληθ. <i>ἵπποι</i> στον Όμηρ., σημαίνει άλογα που σύρουν άρματα, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, το <i>ἵπποι</i> χρησιμ. για να δηλώσει το ίδιο το [[άρμα]], <i>καθ' ἵππων ἅλλεσθαι</i>, <i>ἐξ ἵππων βῆσαι</i>, ἵππων [[ἐπεβήσετο]], στο ίδ.· η [[τέχνη]] της ιππασίας, παρ' όλο που ήταν γνωστή στην [[εποχή]] του Ομήρ., αναφέρεται σαν μια ασυνήθιστη πρακτική, σαν [[κάτι]] που γινόταν για λόγους επίδειξης και δεν ήταν γνωστή στους πολλούς, πρβλ. [[κέλης]], [[κελητίζω]].<br /><b class="num">II.</b> ως περιληπτικό όνομα, [[ἵππος]], <i>ἡ</i>, ιππικό, Λατ. [[equitatus]], σε Ηρόδ., Αττ.· πάντα σε ενικ., [[ακόμα]] και με αριθμητικά, όπως το [[ἵππος]] χιλίη = [[χίλιοι]] ιππείς, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> ὁ [[ἵππος]] ὁ [[ποτάμιος]], [[ιπποπόταμος]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> σε σύνθ., δήλωνε οτιδήποτε υπερμέγεθες ή τραχύ, όπως στις λέξεις [[ἱπποσέλινον]], [[ἱππομάραθρον]], [[ἱππόκρημνος]], κ.λπ. | |||
}} | }} |