Anonymous

ἔκδυμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔκδυμα]])<br />ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, [[κυρίως]] το [[δέρμα]], το [[πουκάμισο]] του φιδιού<br /><b>μσν.</b><br />[[πτώμα]].
|mltxt=το (AM [[ἔκδυμα]])<br />ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, [[κυρίως]] το [[δέρμα]], το [[πουκάμισο]] του φιδιού<br /><b>μσν.</b><br />[[πτώμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκδῠμα:''' -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, [[δέρμα]], [[πετσί]], [[τομάρι]] ζώου, [[ένδυμα]], [[ρούχο]], σε Ανθ.
}}
}}