Anonymous

ὀρθόδοξος: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀρθόδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ορθή θρησκευτική [[πίστη]], αυτός που ακολουθεί το [[ορθό]] θρησκευτικό [[δόγμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ορθή [[δοξασία]], ορθή [[γνώμη]], που ορθοφρονεί<br /><b>3.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) ο [[χριστιανός]] που ασπάζεται τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που ασπάζεται πιστά και απαρέγκλιτα τις αρχές ενός πολιτικού δόγματος («[[είναι]] [[ορθόδοξος]] [[κομμουνιστής]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «Ορθόδοξη Εκκλησία» ή «Ορθόδοξος Εκκλησία» — η Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη Δυτική και τις άλλες μη ορθόδοξες Εκκλησίες<br />β) «ορθόδοξο(ν) [[δόγμα]]» — το [[δόγμα]] που πρεσβεύεται από την Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ορθοδόξως</i> και <i>ορθόδοξα</i> (Α [[ὀρθοδόξως]])<br />με ορθόδοξο τρόπο. '<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]] «[[γνώμη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>δοξος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀρθόδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ορθή θρησκευτική [[πίστη]], αυτός που ακολουθεί το [[ορθό]] θρησκευτικό [[δόγμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ορθή [[δοξασία]], ορθή [[γνώμη]], που ορθοφρονεί<br /><b>3.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) ο [[χριστιανός]] που ασπάζεται τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που ασπάζεται πιστά και απαρέγκλιτα τις αρχές ενός πολιτικού δόγματος («[[είναι]] [[ορθόδοξος]] [[κομμουνιστής]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «Ορθόδοξη Εκκλησία» ή «Ορθόδοξος Εκκλησία» — η Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη Δυτική και τις άλλες μη ορθόδοξες Εκκλησίες<br />β) «ορθόδοξο(ν) [[δόγμα]]» — το [[δόγμα]] που πρεσβεύεται από την Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ορθοδόξως</i> και <i>ορθόδοξα</i> (Α [[ὀρθοδόξως]])<br />με ορθόδοξο τρόπο. '<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]] «[[γνώμη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>δοξος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), [[σωστός]] στη [[γνώμη]] του.
}}
}}