Anonymous

πρωτεύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πρῶτος]]<br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] ή [[κατέχω]] την πρώτη [[θέση]], [[σειρά]] ή βαθμό, έχω ή [[παίρνω]] τα [[πρωτεία]], [[είμαι]] [[πρώτος]] (α. «πρωτεύων [[ρόλος]]» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] ή αναδεικνύομαι [[ανώτερος]], [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]], [[ξεπερνώ]] κάποιον («τῆς Ἀρτέμιδος αὑτὸν πρωτεύειν ταῑς κυνηγεσίαις», Διοδ. Σ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[πρωτεύουσα]]<br /><b>βλ.</b> [[πρωτεύουσα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το [[πρωτεύον]]<br />(ενν. [[στοιχείο]]) <b>(φιλοσ.)</b> όρος που χρησιμοποιείται στη [[φιλοσοφία]] προκειμένου να δηλωθεί η κυρίαρχη [[σημασία]] του ενός από τα δύο [[μέλη]] της σχέσης ύλη - [[πνεύμα]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα [[πρωτεύοντα]]<br /><b>ζωολ.</b> <b>βλ.</b> [[πρωτεύοντα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πρωτεύοντες άνεμοι»<br /><b>(μετεωρ.)</b> οι [[τέσσερεις]] κύριοι άνεμοι, [[δηλαδή]] ο [[βόρειος]], ο [[ανατολικός]], ο [[νότιος]] και ο [[δυτικός]]<br />β) «πρωτεύων [[τόνος]]»<br /><b>(μετρ.)</b> ο [[κύριος]] [[τόνος]] ενός μετρικού συστήματος και, [[ιδίως]], ημιστιχίου<br />γ) «[[πρωτεύοντα]] μαθήματα» — μαθήματα με κύρια ή βαρύνουσα [[σημασία]], όπως [[είναι]] λ.χ. τα ελληνικά και τα [[μαθηματικά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>oἱ πρωτεύοντες</i><br />οι πρώτοι άνδρες της πολιτείας, οι προύχοντες.
|mltxt=ΝΜΑ [[πρῶτος]]<br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] ή [[κατέχω]] την πρώτη [[θέση]], [[σειρά]] ή βαθμό, έχω ή [[παίρνω]] τα [[πρωτεία]], [[είμαι]] [[πρώτος]] (α. «πρωτεύων [[ρόλος]]» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] ή αναδεικνύομαι [[ανώτερος]], [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]], [[ξεπερνώ]] κάποιον («τῆς Ἀρτέμιδος αὑτὸν πρωτεύειν ταῑς κυνηγεσίαις», Διοδ. Σ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[πρωτεύουσα]]<br /><b>βλ.</b> [[πρωτεύουσα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το [[πρωτεύον]]<br />(ενν. [[στοιχείο]]) <b>(φιλοσ.)</b> όρος που χρησιμοποιείται στη [[φιλοσοφία]] προκειμένου να δηλωθεί η κυρίαρχη [[σημασία]] του ενός από τα δύο [[μέλη]] της σχέσης ύλη - [[πνεύμα]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα [[πρωτεύοντα]]<br /><b>ζωολ.</b> <b>βλ.</b> [[πρωτεύοντα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πρωτεύοντες άνεμοι»<br /><b>(μετεωρ.)</b> οι [[τέσσερεις]] κύριοι άνεμοι, [[δηλαδή]] ο [[βόρειος]], ο [[ανατολικός]], ο [[νότιος]] και ο [[δυτικός]]<br />β) «πρωτεύων [[τόνος]]»<br /><b>(μετρ.)</b> ο [[κύριος]] [[τόνος]] ενός μετρικού συστήματος και, [[ιδίως]], ημιστιχίου<br />γ) «[[πρωτεύοντα]] μαθήματα» — μαθήματα με κύρια ή βαρύνουσα [[σημασία]], όπως [[είναι]] λ.χ. τα ελληνικά και τα [[μαθηματικά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>oἱ πρωτεύοντες</i><br />οι πρώτοι άνδρες της πολιτείας, οι προύχοντες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρωτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πρῶτος]])·<br /><b class="num">1.</b> είμαι ο [[πρώτος]], [[κατέχω]] την πρώτη [[θέση]], σε Πλάτ. κ.λπ.· είμαι ο [[πρώτος]] σε [[κάτι]], <i>καρτερίᾳ</i>, σε Ξεν.· <i>βδελυρίᾳ</i>, σε Αισχίν.· <i>περὶ κακίαν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., είμαι [[πρώτος]], [[ανώτερος]] από ή [[μεταξύ]], [[τῶν]] ῥητόρων, στον ίδ.
}}
}}