Anonymous

ταχύνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[ταχύς]]<br />[[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]] (α. «τάχυνε το [[βήμα]] σου» β. «κάλην τάπετον χερσί ταχύνατε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[ενεργώ]] με [[ταχύτητα]], [[είμαι]] [[ταχύς]] («καὶ τὸ ταχύνειν δὲ [[ὅπου]] φθάσαι [[δέος]]», <b>Ξεν.</b>)<br />β) εμφανίζομαι, [[έρχομαι]] πρόωρα («ταχύνουσαν ἤ βραδύνουσαν [[ἀκμήν]] προδιαγνῶναι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ταχύνομαι</i><br />μετακινούμαι ή στρέφομαι με [[ταχύτητα]] («σελὶς ταχυνομένη», Κριναγ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σπερχόμενός τι [[ταχύνω]]» — λέω [[κάτι]] βιαστικά (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=ΝΑ [[ταχύς]]<br />[[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]] (α. «τάχυνε το [[βήμα]] σου» β. «κάλην τάπετον χερσί ταχύνατε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[ενεργώ]] με [[ταχύτητα]], [[είμαι]] [[ταχύς]] («καὶ τὸ ταχύνειν δὲ [[ὅπου]] φθάσαι [[δέος]]», <b>Ξεν.</b>)<br />β) εμφανίζομαι, [[έρχομαι]] πρόωρα («ταχύνουσαν ἤ βραδύνουσαν [[ἀκμήν]] προδιαγνῶναι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ταχύνομαι</i><br />μετακινούμαι ή στρέφομαι με [[ταχύτητα]] («σελὶς ταχυνομένη», Κριναγ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σπερχόμενός τι [[ταχύνω]]» — λέω [[κάτι]] βιαστικά (<b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>ταχῠνῶ</i>, αόρ. <i>ἐτάχῡνα</i> ([[ταχύς]])·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] [[γρήγορα]], [[επισπεύδω]], σε Σοφ.· [[τάδε]] [[τοί]] με σπερχόμενος ταχύνει, αυτά είναι τα [[λόγια]] τα οποία στη [[βιασύνη]] του λέει σε εμένα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι γρήγορος, [[ενεργώ]] [[γρήγορα]], βιάζομαι, [[σπεύδω]], σε Αισχύλ., Σοφ., Ξεν.
}}
}}