Anonymous

ὑποφθάνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[φθάνω]]<br /><b>1.</b> [[προφθάνω]], [[προλαβαίνω]]<br /><b>2.</b> [[προηγούμαι]] κάποιου («ὑποφθάσας τοὺς Ῥωμαίους», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=Α [[φθάνω]]<br /><b>1.</b> [[προφθάνω]], [[προλαβαίνω]]<br /><b>2.</b> [[προηγούμαι]] κάποιου («ὑποφθάσας τοὺς Ῥωμαίους», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποφθάνω:''' [ᾰ], αόρ. βʹ <i>ὑπ-έφθην</i>, απαρ. ὑπο-[[φθῆναι]], μτχ. -[[φθάς]], επίσης σε Μέσ. μτχ. -[[φθάμενος]],<br /><b class="num">I.</b> [[σπεύδω]] [[πριν]] από, [[προλαβαίνω]], προφθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑποφθάμενος κτεῖνεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[προηγούμαι]] κάποιου σε [[κάτι]], σε Πλούτ. — Μέσ., τὸν ὑποφθαμένη [[φάτο]] μῦθον, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}