Anonymous

κυρέω: Difference between revisions

From LSJ
2,126 bytes added ,  30 December 2018
5
(SL_2)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κῠρέω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[come]] [[upon]] c. gen. ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον λτ;γτ; κύρησεν δαινυμένων (&lt;κεῖνον&gt; coni. Schr.: &lt;πάντων&gt; Tric.) (I. 6.36)
|sltr=<b>κῠρέω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[come]] [[upon]] c. gen. ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον λτ;γτ; κύρησεν δαινυμένων (&lt;κεῖνον&gt; coni. Schr.: &lt;πάντων&gt; Tric.) (I. 6.36)
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠρέω:''' παρατ. ἐκύρουν [ῠ]· μέλ. <i>κῠρήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκύρησα</i>, παρακ. <i>κεκύρηκα</i>. επίσης, [[κύρω]][ῡ]· παρατ. <i>ἔκῡρον</i>, Επικ. <i>κῦρον</i>, μέλ. [[κύρσω]], αόρ. αʹ [[ἔκυρσα]], μτχ. <i>κύρσας</i> — Μέσ., κύρομαι [ῡ] με Ενεργ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I.</b> ακολουθ. από [[πτώση]], [[συναντώ]], [[πετυχαίνω]]·<br /><b class="num">1.</b> με δοτ., [[συναντώ]] κατά [[τύχη]], [[πέφτω]] πάνω σε, [[χτυπώ]] πάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· λέγεται για πράγματα, <i>κυρεῖν τινι</i>, αποδίδομαι ή παραχωρούμαι σε αυτόν, σε Σοφ., Ευρ. <b>2. α)</b> με γεν., [[επιτυχαίνω]] το σκοπό, όπως το [[τυγχάνω]], σε Αισχύλ.· [[φθάνω]] σε ή [[μέχρι]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[συναντώ]], [[βρίσκω]], σε Αισχύλ., Σοφ. <b>β)</b> είμαι [[κύριος]], [[αποκτώ]], Λατ. potiri, σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ., όπως το Λατ. potiri, [[αποκτώ]], [[κατακτώ]], [[φθάνω]], [[βρίσκω]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χωρίς]] [[πτώση]], [[συμβαίνω]], πραγματοποιούμαι, σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[σωστός]], [[βρίσκω]] την ακριβή [[αλήθεια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> ως βοηθ. [[ρήμα]], όπως το [[τυγχάνω]] με μτχ., [[αποβαίνω]], αποδεικνύομαι [[τέτοιος]], <i>σεσωσμένος κυρεῖ</i>, σε Αισχύλ.· [[ζῶν]] κυρεῖ, σε Σοφ.· <i>ἐχθρὸς ὢν κυρεῖ</i>, σε Ευρ.· με μτχ., που παραλείπεται, λειτουργεί [[απλώς]] ως συνδετικό, είμαι, σε Τραγ.
}}
}}