Anonymous

στάχυς: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-υος, ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[στάχυ]]<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> [[ονομασία]] του αστέρα α του αστερισμού της Παρθένου που [[είναι]] ο 16ος σε [[σειρά]] λαμπρότητας [[αστέρας]] ολόκληρης της ουράνιας σφαίρας<br /><b>3.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[χειλανθή]] ή λαμιίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθοταξία]] που αποτελείται από [[άνθη]] ερμαφρόδιτα, φυόμενα σε κοινό άξονα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάχυς]] [[απλός]]» — [[στάχυ]] στο οποίο τα [[άνθη]] προσφύονται [[κατευθείαν]] στον άξονα<br />β) «[[στάχυς]] [[σύνθετος]]» — [[στάχυ]] που αποτελείται από σταχύδια, τα οποία προσφύονται σε κοινό άξονα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βλαστός]], το [[παιδί]] κάποιου (α. «εἰ δ' ἦν ἐν οἴκοις ἀντὶ θηλειῶν [[στάχυς]] [[ἄρσην]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «στάχυν ἡ βλαστήσασα τὸν θεῑον», Ακολ. Ακάθ. Ύμν.)<br /><b>2.</b> το κατώτερο [[μέρος]] του υπογαστρίου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νάρδου [[στάχυς]]» — [[ναρδόσταχυς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> το [[αποτέλεσμα]], οι καρποί μιας προσπάθειας ή μιας ενέργειας<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] χειρουργικού επιδέσμου<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παρὰ τοῑς ναυπηγοῑς τὸ ἐπὶ της [[φάλαγγος]] μεριζόμενον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχ. λ. [[στάχυς]], -<i>υος</i> ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>stengh</i>- «[[είμαι]] [[οξύς]], [[μυτερός]], [[κεντώ]], [[τρυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>stinga</i> «[[κεντώ]]», αγγλοσαξ. <i>stingan</i>) και συνδέεται με τα: αρχ. άνω γερμ. <i>stanga</i> «[[καμάκι]], [[πάσσαλος]], [[παλούκι]]», μσν. άνω γερμ. <i>stunge</i> «[[αγκάθι]]», λιθουαν. <i>stangus</i> «[[απότομος]], [[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στόχος]])].
|mltxt=-υος, ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[στάχυ]]<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> [[ονομασία]] του αστέρα α του αστερισμού της Παρθένου που [[είναι]] ο 16ος σε [[σειρά]] λαμπρότητας [[αστέρας]] ολόκληρης της ουράνιας σφαίρας<br /><b>3.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[χειλανθή]] ή λαμιίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθοταξία]] που αποτελείται από [[άνθη]] ερμαφρόδιτα, φυόμενα σε κοινό άξονα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάχυς]] [[απλός]]» — [[στάχυ]] στο οποίο τα [[άνθη]] προσφύονται [[κατευθείαν]] στον άξονα<br />β) «[[στάχυς]] [[σύνθετος]]» — [[στάχυ]] που αποτελείται από σταχύδια, τα οποία προσφύονται σε κοινό άξονα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βλαστός]], το [[παιδί]] κάποιου (α. «εἰ δ' ἦν ἐν οἴκοις ἀντὶ θηλειῶν [[στάχυς]] [[ἄρσην]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «στάχυν ἡ βλαστήσασα τὸν θεῑον», Ακολ. Ακάθ. Ύμν.)<br /><b>2.</b> το κατώτερο [[μέρος]] του υπογαστρίου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νάρδου [[στάχυς]]» — [[ναρδόσταχυς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> το [[αποτέλεσμα]], οι καρποί μιας προσπάθειας ή μιας ενέργειας<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] χειρουργικού επιδέσμου<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παρὰ τοῑς ναυπηγοῑς τὸ ἐπὶ της [[φάλαγγος]] μεριζόμενον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχ. λ. [[στάχυς]], -<i>υος</i> ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>stengh</i>- «[[είμαι]] [[οξύς]], [[μυτερός]], [[κεντώ]], [[τρυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>stinga</i> «[[κεντώ]]», αγγλοσαξ. <i>stingan</i>) και συνδέεται με τα: αρχ. άνω γερμ. <i>stanga</i> «[[καμάκι]], [[πάσσαλος]], [[παλούκι]]», μσν. άνω γερμ. <i>stunge</i> «[[αγκάθι]]», λιθουαν. <i>stangus</i> «[[απότομος]], [[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στόχος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στάχῡς:''' [ᾰ], -υος, ὁ, Επικ. δοτ. πληθ. <i>σταχύεσσι</i>· Αττ. αιτ. <i>στάχῡς</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στάχυ]] σιταριού, Λατ. [[spica]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· μεταφ., [[στάχυς]] ἄτης, σε Αισχύλ.· λέγεται για τους Σπαρτούς (<i>Σπαρτοί</i>) της Θήβας, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[νεοσσός]], τέκνο, απόγονοι, σε Ανθ.
}}
}}