Anonymous

κέλαδος: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέλαδος]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[θόρυβος]] που μοιάζει με αυτόν του νερού το οποίο κυλά ορμητικά<br /><b>2.</b> [[ήχος]] μουσικού οργάνου<br /><b>3.</b> (ποιητ. λ.) [[δυνατός]] και [[καθαρός]] [[μουσικός]] [[ήχος]]<br /><b>4.</b> [[μεγάλος]] [[θόρυβος]], [[φωνή]], βοή, [[κραυγή]]<br /><b>5.</b> ισχυρό, έντονο και καθαρό [[κελάδημα]] τών πουλιών<br /><b>6.</b> το τετέρισμα του τζίτζικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>κέλα</i>-<i>δος</i> εμφανίζει θ. <i>κελα</i>-, που συνδέεται πιθ. με το [[κελαρύζω]] ή με το [[καλώ]], και [[επίθημα]] -<i>δος</i>, που απαντά και σε άλλες λ. με σημ. «[[θόρυβος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όμα</i>-<i>δος</i>, <i>ροίβ</i>-<i>δος</i>). Ο τ. ως β' συνθετικό απαντά [[μέχρι]] [[σήμερα]] στο <i>Εγκέλαδος</i> «[[ένας]] από τους Γίγαντες, η [[προσωποποίηση]] του σεισμού».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κελαδώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κελαδεινός]], [[κελαδήτις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κελαδοδρόμος]]. (Β' συνθετικό) [[εγκέλαδος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακέλαδος]], [[δυσκέλαδος]], [[ευκέλαδος]], [[κακοκέλαδος]], [[καλλικέλαδος]], [[πολεμοκέλαδος]], [[πολυκέλαδος]].
|mltxt=[[κέλαδος]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[θόρυβος]] που μοιάζει με αυτόν του νερού το οποίο κυλά ορμητικά<br /><b>2.</b> [[ήχος]] μουσικού οργάνου<br /><b>3.</b> (ποιητ. λ.) [[δυνατός]] και [[καθαρός]] [[μουσικός]] [[ήχος]]<br /><b>4.</b> [[μεγάλος]] [[θόρυβος]], [[φωνή]], βοή, [[κραυγή]]<br /><b>5.</b> ισχυρό, έντονο και καθαρό [[κελάδημα]] τών πουλιών<br /><b>6.</b> το τετέρισμα του τζίτζικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>κέλα</i>-<i>δος</i> εμφανίζει θ. <i>κελα</i>-, που συνδέεται πιθ. με το [[κελαρύζω]] ή με το [[καλώ]], και [[επίθημα]] -<i>δος</i>, που απαντά και σε άλλες λ. με σημ. «[[θόρυβος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όμα</i>-<i>δος</i>, <i>ροίβ</i>-<i>δος</i>). Ο τ. ως β' συνθετικό απαντά [[μέχρι]] [[σήμερα]] στο <i>Εγκέλαδος</i> «[[ένας]] από τους Γίγαντες, η [[προσωποποίηση]] του σεισμού».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κελαδώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κελαδεινός]], [[κελαδήτις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κελαδοδρόμος]]. (Β' συνθετικό) [[εγκέλαδος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακέλαδος]], [[δυσκέλαδος]], [[ευκέλαδος]], [[κακοκέλαδος]], [[καλλικέλαδος]], [[πολεμοκέλαδος]], [[πολυκέλαδος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κέλαδος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ήχος]] σαν από ορμητικά νερά· [[δυνατός]] [[ήχος]], [[βοή]], ουρλιαχτό, κραυγές, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> δυνατή καθαρή [[φωνή]], [[κραυγή]], [[ιαχή]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ο [[ήχος]] της μουσικής, σε Ευρ.
}}
}}