3,256,628
edits
(34) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, [[πρασεά]] και ιων. τ. πρασιή, Α [[πράσον]]<br />[[τμήμα]] κήπου ή αγρού φυτευμένο με [[λαχανικά]] ή λουλούδια, [[βραγιά]], [[παρτέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[τμήμα]] στο οποίο υποδιαιρείται [[ένας]] [[κήπος]] με τη [[διάνοιξη]] παρόδων<br /><b>2.</b> [[ελεύθερος]] [[χώρος]] με φυτά [[ανάμεσα]] ή [[μπροστά]] σε οικοδομήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χειρουργικό όργανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρασιαί πρασιαί» — [[κατά]] ομάδες ή συντροφιές. | |mltxt=η, ΝΑ, [[πρασεά]] και ιων. τ. πρασιή, Α [[πράσον]]<br />[[τμήμα]] κήπου ή αγρού φυτευμένο με [[λαχανικά]] ή λουλούδια, [[βραγιά]], [[παρτέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[τμήμα]] στο οποίο υποδιαιρείται [[ένας]] [[κήπος]] με τη [[διάνοιξη]] παρόδων<br /><b>2.</b> [[ελεύθερος]] [[χώρος]] με φυτά [[ανάμεσα]] ή [[μπροστά]] σε οικοδομήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χειρουργικό όργανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρασιαί πρασιαί» — [[κατά]] ομάδες ή συντροφιές. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρᾰσιά:''' Ιων. -ιή, ἡ ([[πράσον]]), [[κυρίως]] [[παρτέρι]] με πράσα· γενικά, [[λαχανόκηπος]], σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>πρασιαὶ πρασιαί</i>, κατά ομάδες ή συντροφιές, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |