Anonymous

πολύφρων: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />πολύ [[συνετός]], [[σώφρονας]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που περιέχει ή απαιτεί πολλή [[σκέψη]] ή [[φροντίδα]] για να γίνει<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσωνύμιο του Ηφαίστου) [[ευφυής]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>, <i>ἡ</i> «[[πνεύμα]], [[νους]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φρων</i>, <i>εύ</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />πολύ [[συνετός]], [[σώφρονας]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που περιέχει ή απαιτεί πολλή [[σκέψη]] ή [[φροντίδα]] για να γίνει<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσωνύμιο του Ηφαίστου) [[ευφυής]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>, <i>ἡ</i> «[[πνεύμα]], [[νους]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φρων</i>, <i>εύ</i>-<i>φρων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[πολύ]] [[συνετός]], [[πολύ]] [[φρόνιμος]], [[ευφυής]], [[επινοητικός]], σε Όμηρ.
}}
}}