Anonymous

νυστάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νυστάζω]])<br />[[αισθάνομαι]] [[διάθεση]] να κοιμηθώ, κυριεύομαι από [[νύστα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>νυσταγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[νυσταλέος]]<br />β) [[νωθρός]], [[δυσκίνητος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />βαρύνομαι («η [[φροντίς]] δεν νυστάζει», Βιζυην.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μέ παίρνει ύπνος, κυριεύομαι από ύπνο («[[ὥσπερ]] οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[αμελής]] και [[αδιάφορος]], δεν [[δίνω]] την [[προσοχή]] που [[πρέπει]] («[[κάλλιον]]... μηδὲν δεῑσθαι νυστάζοντος δικαστοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[νωθρός]]<br /><b>4.</b> [[γέρνω]] το [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δύο απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. του ρήματος: α) [[νυστάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[νευστάζω]], μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του [[νεύω]] με εκφραστικό [[επίθημα]] -(<i>σ</i>)[[τάζω]]<br />β) <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>sneud</i><sup>h</sup> / <i>snud</i><sup>h</sup>- (<b>πρβλ.</b> <i>λιθουαν</i>. <i>snustu</i>, <i>snusti</i> «[[κοιμάμαι]] [[ελαφρά]], [[νυστάζω]]», <i>snudă</i> «[[κοιμάμαι]]» και <i>snaud</i><i>ā</i><i>lius</i> «[[νυσταλέος]]») με εκφραστικό [[επίθημα]] -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[βαστάζω]], <i>βλαστάζω</i>). Η δεύτερη [[άποψη]] κρίνεται περισσότερο πιθανή].
|mltxt=(ΑΜ [[νυστάζω]])<br />[[αισθάνομαι]] [[διάθεση]] να κοιμηθώ, κυριεύομαι από [[νύστα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>νυσταγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[νυσταλέος]]<br />β) [[νωθρός]], [[δυσκίνητος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />βαρύνομαι («η [[φροντίς]] δεν νυστάζει», Βιζυην.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μέ παίρνει ύπνος, κυριεύομαι από ύπνο («[[ὥσπερ]] οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[αμελής]] και [[αδιάφορος]], δεν [[δίνω]] την [[προσοχή]] που [[πρέπει]] («[[κάλλιον]]... μηδὲν δεῑσθαι νυστάζοντος δικαστοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[νωθρός]]<br /><b>4.</b> [[γέρνω]] το [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δύο απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. του ρήματος: α) [[νυστάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[νευστάζω]], μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του [[νεύω]] με εκφραστικό [[επίθημα]] -(<i>σ</i>)[[τάζω]]<br />β) <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>sneud</i><sup>h</sup> / <i>snud</i><sup>h</sup>- (<b>πρβλ.</b> <i>λιθουαν</i>. <i>snustu</i>, <i>snusti</i> «[[κοιμάμαι]] [[ελαφρά]], [[νυστάζω]]», <i>snudă</i> «[[κοιμάμαι]]» και <i>snaud</i><i>ā</i><i>lius</i> «[[νυσταλέος]]») με εκφραστικό [[επίθημα]] -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[βαστάζω]], <i>βλαστάζω</i>). Η δεύτερη [[άποψη]] κρίνεται περισσότερο πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νυστάζω:''' αόρ. αʹ [[ἐνύσταξα]] και <i>ἐνύστασα</i>·<br /><b class="num">1.</b> γέρνω το [[κεφάλι]] μου [[γιατί]] με παίρνει ο ύπνος, [[κοιμάμαι]], [[λαγοκοιμάμαι]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[νυσταλέος]], κοιμισμένος, Λατ. [[dormito]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[κρεμώ]] προς τα [[μπρος]] το [[κεφάλι]], [[κλίνω]] το [[κεφάλι]] μου προς τα [[μπρος]], σε Ανθ.
}}
}}