Anonymous

τρῖμμα: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />homme expert en qch, vieux routier.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]].
|btext=ατος (τό) :<br />homme expert en qch, vieux routier.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῖμμα:''' -ατος, τό ([[τρίβω]]), αυτό το οποίο είναι τριμμένο· μεταφ., όπως το [[τρίβων]] II 2, [[πεπειραμένος]] [[πανούργος]], σε Αριστοφ.
}}
}}