Anonymous

πολυστεφής: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κερδίζει [[πολλά]] στεφάνια («πολυστεφέας σέο μόχθους», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διακοσμημένος με [[πολλά]] στεφάνια<br /><b>2.</b> ο [[στεφανωμένος]] με [[κάτι]] («οὐ γὰρ ἂν [[κάρα]] [[πολυστεφής]] ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει συστραφεί με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζει [[πολλά]] στεφάνια<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για [[φίδι]]) κουλουριασμένος<br /><b>5.</b> αυτός που περιλαμβάνει πολλούς κύκλους («πολυστεφὴς [[οὐρανός]]», Ερμ. Τρισμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>στεφής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κερδίζει [[πολλά]] στεφάνια («πολυστεφέας σέο μόχθους», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διακοσμημένος με [[πολλά]] στεφάνια<br /><b>2.</b> ο [[στεφανωμένος]] με [[κάτι]] («οὐ γὰρ ἂν [[κάρα]] [[πολυστεφής]] ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει συστραφεί με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζει [[πολλά]] στεφάνια<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για [[φίδι]]) κουλουριασμένος<br /><b>5.</b> αυτός που περιλαμβάνει πολλούς κύκλους («πολυστεφὴς [[οὐρανός]]», Ερμ. Τρισμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>στεφής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυστεφής:''' -ές ([[στέφω]]), στολισμένος με [[πολλά]] στεφάνια, σε Αισχύλ.· με γεν., [[εστεμμένος]] με, <i>δάφνης</i>, σε Σοφ.
}}
}}