Anonymous

χάσμη: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[χασμουρητό]]<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] στο οποίο προσβλέπει αυτός που χάσκει, που χαζεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χασ</i>- του [[χάσκω]] / [[χαίνω]] κατάλ. -<i>μη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλήσ</i>-<i>μη</i>, <i>χάρ</i>-<i>μη</i>)].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[χασμουρητό]]<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] στο οποίο προσβλέπει αυτός που χάσκει, που χαζεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χασ</i>- του [[χάσκω]] / [[χαίνω]] κατάλ. -<i>μη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλήσ</i>-<i>μη</i>, <i>χάρ</i>-<i>μη</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χάσμη:''' ἡ ([[χάσμα]]), [[χασμουρητό]], σε Πλάτ.
}}
}}