Anonymous

περίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίρρυτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που περιρέεται, που περιθρέχεται [[ολόγυρα]] από [[νερό]], από [[θάλασσα]] («[[Κρήτη]]... μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ... [[περίρρυτος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που περιρρέει, που περιβρέχει [[ολόγυρα]] [[κάτι]], που περιβάλλει [[κάτι]] [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥυτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>ρρυτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[περίρρυτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που περιρέεται, που περιθρέχεται [[ολόγυρα]] από [[νερό]], από [[θάλασσα]] («[[Κρήτη]]... μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ... [[περίρρυτος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που περιρρέει, που περιβρέχει [[ολόγυρα]] [[κάτι]], που περιβάλλει [[κάτι]] [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥυτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>ρρυτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίρρῠτος:''' -ον και -η, -ον όπως το [[περίρροος]]·<br /><b class="num">1.</b> περικυκλωμένος από [[νερό]], περιζωσμένος με [[θάλασσα]], λέγεται για τα νησιά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ. αυτός που ρέει [[ολόγυρα]], με γεν., περιρρύτων [[ὑπὲρ]] ἀκαρπίστων πεδίων Σικελίας, πάνω από τις άγονες πεδιάδες που διατρέχουν τη [[Σικελία]], δηλ. πάνω από τη [[θάλασσα]], σε Ευρ.
}}
}}