Anonymous

κεναγγής: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεναγγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αδειάζει από τα αγγεία του σώματος την [[τροφή]] η οποία περιέχεται σ' αυτά, [[επομένως]] αυτός που προετοιμάζει [[πείνα]], λιμό («ἀπλοίᾳ κεναγγεῑ» — από την [[αδυναμία]] να ξεκινήσουν τα πλοία, η οποία τά άδειαζε από τις τροφές και προετοίμαζε λιμό, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (δ. ερμ.) αυτός που αδειάζει τα αγγεία τών τροφίμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγγος]] «[[αγγείο]]»)].
|mltxt=[[κεναγγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αδειάζει από τα αγγεία του σώματος την [[τροφή]] η οποία περιέχεται σ' αυτά, [[επομένως]] αυτός που προετοιμάζει [[πείνα]], λιμό («ἀπλοίᾳ κεναγγεῑ» — από την [[αδυναμία]] να ξεκινήσουν τα πλοία, η οποία τά άδειαζε από τις τροφές και προετοίμαζε λιμό, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (δ. ερμ.) αυτός που αδειάζει τα αγγεία τών τροφίμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγγος]] «[[αγγείο]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεναγγής:''' -ές ([[κενός]], [[ἄγγος]]), αυτός που αδειάζει αγγεία· αυτός που ενισχύει τον λιμό, σε Αισχύλ.
}}
}}