Anonymous

κράς: Difference between revisions

From LSJ
1,366 bytes added ,  30 December 2018
5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κράς]], ὁ και ἡ, γεν. [[κρατός]] και [[κράατος]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[κάρα]])<br /><b>1.</b> [[κεφαλή]] («ἔπαιρε λευκὸν κρᾱτα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κορυφή]] («κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο» — από την [[κορυφή]] του Ολύμπου, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> το εσώτερο [[σημείο]], ο [[μυχός]] («ἐπὶ κρατὸς λιμένος», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[κάρα]] (Ι)].———————— <b>(II)</b><br />κρᾱς, τὸ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κρέας]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κράς]], ὁ και ἡ, γεν. [[κρατός]] και [[κράατος]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[κάρα]])<br /><b>1.</b> [[κεφαλή]] («ἔπαιρε λευκὸν κρᾱτα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κορυφή]] («κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο» — από την [[κορυφή]] του Ολύμπου, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> το εσώτερο [[σημείο]], ο [[μυχός]] («ἐπὶ κρατὸς λιμένος», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[κάρα]] (Ι)].———————— <b>(II)</b><br />κρᾱς, τὸ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κρέας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κράς:''' ποιητ. [[τύπος]] του [[κάρα]], που βρίσκεται στη γεν. <i>τῆς κρᾱτός</i>, δοτ. <i>κρᾱτί</i>, αιτ. <i>κρᾱτα</i>· πληθ., γεν. <i>κράτων</i>, δοτ. <i>κρᾱσίν</i>, Επικ. [[κράτεσφι]], αιτ. <i>κρᾱτας</i>· επίσης <i>κρᾱτα</i>, <i>τό</i>, ως ονομ. και αιτ., σε Σοφ. Στον Όμηρ. έχουμε επίσης μια επιτετ. γεν. και δοτ. <i>κράᾰτος</i>, <i>κράᾰτι</i>, πληθ. ονομ. <i>κράᾰτα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κεφάλι]], σε Όμηρ., Τραγ.· <i>ἐπὶ κρατὸς λιμένος</i>, στην [[κορυφή]] ή στο τελευταίο [[άκρο]] του λιμανιού, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Η αρχ. γεν. [[κρῆθεν]] χρησιμ. στη [[φράση]] κατὰ [[κρῆθεν]], [[κάτω]] από το [[κεφάλι]], από την [[κορυφή]], στο ίδ., Ησίοδ.· απ' όπου, όπως το [[penitus]], από το [[κεφάλι]] στα πόδια (από την [[κορφή]] ως τα νύχια), [[ολωσδιόλου]], [[εξολοκλήρου]], Τρῶας κατὰ [[κρῆθεν]] [[λάβε]] [[πένθος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}