Anonymous

πεντηκοντακάρηνος: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[πενήντα]] κεφάλια («Ἀΐδεω [[κύνα]]... πεντηκοντακάρανον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> <i>κάρηνα</i> «[[κεφάλι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>κάρηνος</i>)].
|mltxt=και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[πενήντα]] κεφάλια («Ἀΐδεω [[κύνα]]... πεντηκοντακάρανον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> <i>κάρηνα</i> «[[κεφάλι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>κάρηνος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεντηκοντᾰκάρηνος:''' -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει [[πενήντα]] κεφάλια, σε Ησίοδ.
}}
}}