Anonymous

ψαμμώδης: Difference between revisions

From LSJ
6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[ψαμμώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ψάμμος]]<br />[[αμμώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ψαμμώδη</i><br />το αμμώδες [[ίζημα]] τών ούρων.
|mltxt=-ες / [[ψαμμώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ψάμμος]]<br />[[αμμώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ψαμμώδη</i><br />το αμμώδες [[ίζημα]] τών ούρων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψαμμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με άμμο, [[αμμώδης]], σε Ηρόδ.
}}
}}