Anonymous

ὀψιαίτερος: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_20)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψιαίτερος''': ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ [[ὄψιος]].
|lstext='''ὀψιαίτερος''': ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ [[ὄψιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀψιαίτερος:''' [[ὀψιαίτατος]], Αττ. συγκρ. και υπερθ. του [[ὄψιος]].
}}
}}